ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ - ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Η Χαρά
Είναι ώρα, στιγμή Παραδείσου,
ότε φάσματα παύουν θολά,
και τα πάντα θεάται καλά
η ψυχή σου.
Φεύγει τότε ο νους και η κρίσις.
Η καρδία γλυκύθυμος ζει,
και μ' αυτήν εορτάζει μαζί
όλ' η φύσις.
Πλημμυρίς αισθημάτων ωραίων.
Αναπάλλει το στήθος γλυκύ,
και καλείσαι και είσαι εκεί
ανακρέων.
Η νεότης λαμπρά σε ποτίζει
θείον νέκταρ αφάτου χαράς,
και των πόθων ευώδης βορράς
παιανίζει.
Η ψυχή αναλύετ' εις μύρον.
Και θανάτους, θεούς λησμονείς,
και μεθύσκεις εντός ηδονής
ως ονείρων.
Πλην πριν έτι καλώς εννοήσω
ότι έχαιρον, φεύγ' η χαρά!
Φευ! Καθώς αστραπή τις περά...
Πώς θα ζήσω;
Η χαρά μας εδώ η βραχεία
αντανάκλασις είναι αυτής,
ην συ άνω, Θεέ μου, κρατείς;
Φαντασία...
Την χαράν θεωρώ ειρωνείαν.
Μετά μέλιτος γεύσιν πολλήν,
τα λοιπά ανευρίσκεις χολήν
και ανίαν.
Αττικαί Νύκτες
1. Ερρέτω γερόντων η φιλοσοφία,
ερρέτω μελέτη και πλάτος σπουδής!
Αλήθεια μόνη ―γυνή ευειδής―
τα άλλα, βλακεία.
2. Είναι τυφλή η μοίρα μας, γριά ξεμωραμένη,
χώνει στη γη το σμάραγδο, στη νύχτα άστρα ραίνει,
στον ξηραμένο πλάτανο πλέκει κισσού κλωνάρια,
στολίζει και το θάνατο με νιες και παλληκάρια!
3. Άλλα έθνη εν τη ειρήνη
ηδυνήθησαν να ετοιμασθώσι και ενοπλισθώσιν· η Ελλάς μόνον εν τοις
κινδύνοις και τη επιστάση αμέσω ανάγκη γίνεται κολοσσιαία. Είναι τούτο
στέρησις βαθέος νοός, νοός τηλεσκόπου, είναι φύσις νωχελής και
απρακτούσα μεθ’ όλας του λογικού τας υπαγορεύσεις;... Η αληθής ζωή παρ’
ημίν είναι μόνος ο ενθουσιασμός!
4. Η νηπιότης... δέλεαρ γλυκύ και πλάνον είναι,
μέλι προσχρίον άνωθεν του βίου τον κρατήρα,
όθεν αντλούνται έπειτα ψεύδη, κλαυθμοί, οδύναι.
5. Τον άγγελον κοιμώμενον, ω μήτερ, μη εγγίζης,
αλλ’ άφες το να κοιμηθή στιγμάς χρυσής γαλήνης.
Αχ! πόσον ανεκτίμητος η ώρα, δεν γνωρίζεις,
όταν κοιμάται το μικρόν εις ύπνον ευφροσύνης!
6. Η μνήμη, μνήμα ανοικτόν, τον νουν οπίσω τρέπει,
η λήθη είναι η ζωή· εμπρός η λήθη βλέπει.
7. Ναι, είναι τάφος της ψυχής το έγκλειστον βιβλίον,
ιδέας, πόθους, ψάλματα του γράψαντος εκάστου
ως κόκκαλα εγκλείον·
8. Τρέχει ο χρόνος· άτεγκτος το παν καταδαμάζει,
και ρίπτει Ναπολέοντας, και έθνη κατατρώγει,
και φθείρει, θάπτει, σφάζει·
πλην γόνυ κλίνει ευσεβές ένθα γραπτοί οι λόγοι.
Δεν φθείρεται, δεν σβήνει
ό,τ’ η ψυχή αθάνατος επί του χάρτου χύνει!
9. Σκηνή απάτης, γόητρον ο κόσμος και η φύσις·
αλλ’ η μαγεία λύεται τον κόσμον αν εγγίσης.
Είναι οι πόθοι του θνητού χρυσά του μύθου μήλα·
τα θίγεις; Καταρρέουσιν ως φθινοπώρου φύλλα.
10. Από της Ανατολής
εχύθησαν επί του κόσμου τούτου δύο μέγιστοι χείμαρροι φωτός: ο Ήλιος κι η
Ελλάς. Ο είς έδωκε και φέρει το φως εις την γην, εις την ψυχήν ο άλλος.
11. Η εργασία... της ζωής παραμυθία μόνη!
Όταν του κόπου ο ιδρώς το σώμα περιβρέχη,
του βίου άγιον λουτρόν, τον βίον βαλσαμώνει
και λησμονείς οίον η γη μοιραίον δρόμον τρέχει.
12. Ως θερμός εραστής ερωμένην
μετά χρόνον πολύ απαντά,
την Ακρόπολιν εγειρομένην
αναβλέπει καθείς και σκιρτά.
Χιονώδης αυτή και μεγάλη
μειδιά εις τον Φοίβον χυτόν
και φιλούνται ενάμιλλα κάλλη
δύο έργων, Θεού και θνητών.
13. Ό,τι η ψυχή αισθάνεται και βλέπει η καρδία
δεν λέγει η ανθρώπινος και μικρολόγος γλώσσα·
ουδέποτε η γλώσσα μας θα εναρθρώση όσα
καλύπτει η απέραντος του στήθους μας σκοτία.
Είν’ η ψυχή ωκεανός, και εις αυτής τα βάθη
ω! πόσα, πόσ’ ανώνυμα περιδινούνται πάθη!
14. Ο ποιητής αποκαλύπτει
νέον και άγνωστον κόσμον. Διά τούτο, αν δεν εννοήται, δίκαιον και
ευγενές είναι να μην υβρίζηται. Οι στίχοι της ποιήσεως είναι βόμβαι
πυριστεφείς, φερόμεναι εις τοσούτον απώτατα του μέλλοντος σημεία, ώστε
πολλάκις μετά αιώνας φθάνει εκεί, οιονεί υποσκάζουσα, η δειλή
ανθρωπότης...
15. Ομοιάζουσιν οι ποιηταί
πρώτοι την κηρίνην λαμπάδα, ήτις, απαλώς τους άλλους φωτίζουσα, αυτή
σκληρώς καίεται και αναλίσκεται...
Σπυρίδων Βασιλειάδης
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Σπυρίδων Βασιλειάδης (Πάτρα, 1845 - Αθήνα, 1877) ήταν ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε
δικηγόρος αλλά αφοσιώθηκε στα γράμματα. Έγραψε πολλά βιβλία ποιήματα
και θεατρικά έργα πολλά από τα οποία μεταφράστηκαν στα γαλλικά. Ήταν ιδρυτικό μέλος του Φιλολογικού συλλόγου "Παρνασσός". Πέθανε σε πολύ νεαρή ηλικία από φυματίωση.
Συγραφικό έργο
ποήματα:
Εικόνες και κύματα
Έπεα πτερόεντα
Θεατρικά έργα:
Έγαμος ή Αυτόχειρ
Αμάλθεια
Σεμέλη
Γαλάτεια
Σκύλλα
Θάνη Κλεισθένη
Χίμμαιρα
Οι
Καλλέργαι -Λουκάς Νοταράς :δραματικά δοκίμια /Σ. Ν. Βασιλειάδη.
Δικηγόρου πάρεργα. Εν Αθήναις :Τυπογραφία Δ. Κτενά και Σ. Οικονόμου,
1869[1]
Παραπομπές
↑ Anemi - Digital Library of Modern Greek Studies - Οι Καλλέργαι -Λουκάς Νοταράς : δραματικά δοκίμια / Σ. Ν. Βασιλειάδη
Η μοσχομάγκα των Αθηνών
Ἂν μ' ἐστέρησεν ἡ μοῖρα πλούτη, δόξα, μεγαλεῖα,
Ἂν κοιμοῦμαι, σὰν πουλάκι, σὲ γωνιαῖς καὶ σὲ κλαδιά,
Τὴν Πατρίδα ἔχω μάννα, ὄνειρό μου τὴν ἀνδρεία,
Κ' ἐνθυμήσου ὅτι ἔχω ἀδελφό μου τὸν Γραβιᾶ!
Σὰν ἐκεῖνος ἂς πεθάνω,
Καὶ ἂς πέσω πληγωμένος στὸ τραγοῦδί μου ἐπάνω.
Ὅπου φόβος, ὅπου κρότος, ὅπου ταραχὴ καὶ μάχη,
Ἐκεῖ πρῶτος, πρῶτος τρέχω μὲ σπαθί μου τὴ φωνή,
Ζωντανὴ ἀντάρτου σφαῖρα, προκηρύξεως τεμάχι,
Καὶ βουΐζω - Κάτω ὅστις τὴν Παρτίδα τυραννεῖ! -
Ὄθωνά μου, ποῦ να ἦσαι;
Εἰς τὸν Πειραιᾶ τὸ «Ζήτω ἡ Πατρίς μου» ἐνθυμεῖσαι;
Μάννα ἀφοῦ δὲν ἔχω, μάννα τὴν Πατρίδα ἔχω μόνη,
Πλούτη, δόξα καὶ χαρά μου μόνη τὴν Ἐλευθεριά˙
Τίποτε δὲν θέλω ἄλλο, τίποτε δὲν μὲ θαμπώνει,
Ἀλλὰ… ἤθελα νὰ εἶχα μιὰ μητέρα, μιὰ γρῃά…
Πά! γιὰ τὴν Ἐλευθερία
Κ' ἡ σφυρίχτρα μου ἂς πάγῃ, μόνη μου περιουσία!
Ἐνθυμοῦμαι ταῖς ἡμέραις ποῦ ἐβρόντα τὸ κανόνι,
Εἰς τοὺς δρόμους περπατοῦσα, πηδητὸς σὰ Σατανᾶς,
Καὶ δὲν ἔβλεπα κανένα - ὁ καθεὶς βαθειὰ τρυπώνει -
Κ' ἤμουν ἄρχων τῆς Ἀθήνας καὶ ψυχὴ τῆς ἐρημιᾶς.
Εἰς τὸ σπίτι του ἀποκάτω
Μ' ἄκουεν ὁ σκλαβωμένος πλούσιος καὶ καταρᾶτο.
Δὲν μὲ μέλει· ἂς μοῦ ἔλθῃ ὅ,τ' ἡ μοῖρα ἔχει γράψει·
Εἴτε ὁ ἄνεμος μὲ πάρῃ, εἴτε πέσω ὑπὲρ Πατρίς,
Δὲν χηρεύ' ἡ σύζυγός μου, τὸ παιδί μου δὲν θὰ κλάψῃ.
Ἀλλὰ πέρασα καὶ πάω ὅπου πᾶν κ' οἱ ἄλλοι τρεῖς!
Θάψετέ μ' ἐκεῖ παρέκει,
Χωρὶς πλάκα για ν' ἀκούω μουσικὴ καὶ τὸ τουφέκι.
Πέρασαν ἐκεῖν' οἱ χρόνοι τῆς κρυφῆς συνωμοσίας,
Ποῦ πετοῦσα σὰν ἀσπίθα ὅπου κόσμος καὶ καρδιὰ
Μὲ προκήρυξι στὸ χέρι, μὲ τραγούδια ἀνταρσίας,
Καὶ τοὺς γέρους ἐξυπνοῦμε τὰ τρελλὰ ἐμεῖς παιδιά…
Αὐταπάρνησις καὶ μόνη
Μετὰ τόσα βάσανά μου σήμερα μὲ στεφανώνει!
Ἀφοῦ ἔγινεν ὁ γάμος, κι' ὁ γαμβρὸς κ' ἡ νύφη πᾶνε,
Φθάνουν οἱ Ἐπαναστάτες, φουκαράδες φοβεροί,
Κι' ἀθεόφοβα γυμνώνουν… Καὶ πῶς, ἤρθανε νὰ φᾶνε;
Δὲν τὸ γνώριζα καὶ τοῦτο πλήν μοῦ τᾦπαν οἱ καιροί.
Μ' ἀληθῆ φιλοπατρία
Δὲν ζητήσαμ' ἐμεῖς μόνοι μισθούς, θέσεις, ὑπουργεῖα!
Πλὴν ἀλλ' ὅμως καὶ τὸ ἔθνος νέα ἔκοψε βραβεῖα,
Δείγματα εὐγνωμοσύνης εἰς τὰ τέκνα του ἡμᾶς,
Καὶ τὰ στήθη μας στολίζει… Ἄχ! πικρὴ παρηγορία!
Μᾶς ὠνόμασε πριγκίπους δίχως πλούτη καὶ τιμάς.
Σπόννεκ, Βούλγαρης καλεῖσαι,
Καὶ ἐν τούτοις εἰς τὸν κόσμο φουκαρᾶς καὶ μάγκας εἶσαι.
Ἀδελφέ μου, Βοῦρε, λέγω χθὲς τοῦ φίλου μου Μανώλη,
Στὴν Ἑλλάδα βλέπεις πάλε ἦλθε νέος βασιληᾶς,
Κ' ἡσυχία, νόμος, τάξι. Ρόδα ἐγίναν οἱ διαβόλοι,
Καὶ ἐμεῖς ἀγκάθια μόνοι μείναμε τριανταφυλλιᾶς˙
Καὶ χωρὶς παρᾶ στὴν τσέπη
Ν' ἀποθάνωμ' ἐπὶ τέλους βλέπω, φίλε, ὅτι πρέπει.
Διὰ ταῦτα, καὶ διότι πρέπει ὀλίγο νὰ φανοῦμε,
Ἀπεφάσισα νὰ γίνω βουλευτὴς εἰς τὴν Ἀθήνα.
Πῶς σοῦ φαίνεται; - Τρομάρα! καὶ εἰς ὅλα συμφωνοῦμε.
Ἀλλὰ πές μου, πές μου, φίλε, πῶς περνᾷς καὶ ἀπὸ πεῖνα;
- Μῶρε πέθανα! - Αἴ, στάσου,
Καὶ τὴν πεῖνα, καθὼς ἄλλοι, κήρυξε ὡς πρόγραμμά σου.
- Μετανόησα!… Δὲν θέλω, δὲν προδίδω τὴν Πατρίδα!
Καὶ πετῶσι τραγῳδοῦντες˙ «Εἰς τὸ δρόμο, στὰ κλαδιά,
Τὴν Πατρίδα ἔχω μάννα, ὄνειρό μου τὴν Ἐλπίδα,
Καὶ θυμήσου ὅτι ἔχω ἀδελφό μου τὸν Γραβιᾶ!
Σὰν ἐκεῖνον ἂς πεθάνω,
Καὶ ἂς πέσω σκοτωμένος στο τραγοῦδί μου ἐπάνω».
Ἂν κοιμοῦμαι, σὰν πουλάκι, σὲ γωνιαῖς καὶ σὲ κλαδιά,
Τὴν Πατρίδα ἔχω μάννα, ὄνειρό μου τὴν ἀνδρεία,
Κ' ἐνθυμήσου ὅτι ἔχω ἀδελφό μου τὸν Γραβιᾶ!
Σὰν ἐκεῖνος ἂς πεθάνω,
Καὶ ἂς πέσω πληγωμένος στὸ τραγοῦδί μου ἐπάνω.
Ὅπου φόβος, ὅπου κρότος, ὅπου ταραχὴ καὶ μάχη,
Ἐκεῖ πρῶτος, πρῶτος τρέχω μὲ σπαθί μου τὴ φωνή,
Ζωντανὴ ἀντάρτου σφαῖρα, προκηρύξεως τεμάχι,
Καὶ βουΐζω - Κάτω ὅστις τὴν Παρτίδα τυραννεῖ! -
Ὄθωνά μου, ποῦ να ἦσαι;
Εἰς τὸν Πειραιᾶ τὸ «Ζήτω ἡ Πατρίς μου» ἐνθυμεῖσαι;
Μάννα ἀφοῦ δὲν ἔχω, μάννα τὴν Πατρίδα ἔχω μόνη,
Πλούτη, δόξα καὶ χαρά μου μόνη τὴν Ἐλευθεριά˙
Τίποτε δὲν θέλω ἄλλο, τίποτε δὲν μὲ θαμπώνει,
Ἀλλὰ… ἤθελα νὰ εἶχα μιὰ μητέρα, μιὰ γρῃά…
Πά! γιὰ τὴν Ἐλευθερία
Κ' ἡ σφυρίχτρα μου ἂς πάγῃ, μόνη μου περιουσία!
Ἐνθυμοῦμαι ταῖς ἡμέραις ποῦ ἐβρόντα τὸ κανόνι,
Εἰς τοὺς δρόμους περπατοῦσα, πηδητὸς σὰ Σατανᾶς,
Καὶ δὲν ἔβλεπα κανένα - ὁ καθεὶς βαθειὰ τρυπώνει -
Κ' ἤμουν ἄρχων τῆς Ἀθήνας καὶ ψυχὴ τῆς ἐρημιᾶς.
Εἰς τὸ σπίτι του ἀποκάτω
Μ' ἄκουεν ὁ σκλαβωμένος πλούσιος καὶ καταρᾶτο.
Δὲν μὲ μέλει· ἂς μοῦ ἔλθῃ ὅ,τ' ἡ μοῖρα ἔχει γράψει·
Εἴτε ὁ ἄνεμος μὲ πάρῃ, εἴτε πέσω ὑπὲρ Πατρίς,
Δὲν χηρεύ' ἡ σύζυγός μου, τὸ παιδί μου δὲν θὰ κλάψῃ.
Ἀλλὰ πέρασα καὶ πάω ὅπου πᾶν κ' οἱ ἄλλοι τρεῖς!
Θάψετέ μ' ἐκεῖ παρέκει,
Χωρὶς πλάκα για ν' ἀκούω μουσικὴ καὶ τὸ τουφέκι.
Πέρασαν ἐκεῖν' οἱ χρόνοι τῆς κρυφῆς συνωμοσίας,
Ποῦ πετοῦσα σὰν ἀσπίθα ὅπου κόσμος καὶ καρδιὰ
Μὲ προκήρυξι στὸ χέρι, μὲ τραγούδια ἀνταρσίας,
Καὶ τοὺς γέρους ἐξυπνοῦμε τὰ τρελλὰ ἐμεῖς παιδιά…
Αὐταπάρνησις καὶ μόνη
Μετὰ τόσα βάσανά μου σήμερα μὲ στεφανώνει!
Ἀφοῦ ἔγινεν ὁ γάμος, κι' ὁ γαμβρὸς κ' ἡ νύφη πᾶνε,
Φθάνουν οἱ Ἐπαναστάτες, φουκαράδες φοβεροί,
Κι' ἀθεόφοβα γυμνώνουν… Καὶ πῶς, ἤρθανε νὰ φᾶνε;
Δὲν τὸ γνώριζα καὶ τοῦτο πλήν μοῦ τᾦπαν οἱ καιροί.
Μ' ἀληθῆ φιλοπατρία
Δὲν ζητήσαμ' ἐμεῖς μόνοι μισθούς, θέσεις, ὑπουργεῖα!
Πλὴν ἀλλ' ὅμως καὶ τὸ ἔθνος νέα ἔκοψε βραβεῖα,
Δείγματα εὐγνωμοσύνης εἰς τὰ τέκνα του ἡμᾶς,
Καὶ τὰ στήθη μας στολίζει… Ἄχ! πικρὴ παρηγορία!
Μᾶς ὠνόμασε πριγκίπους δίχως πλούτη καὶ τιμάς.
Σπόννεκ, Βούλγαρης καλεῖσαι,
Καὶ ἐν τούτοις εἰς τὸν κόσμο φουκαρᾶς καὶ μάγκας εἶσαι.
Ἀδελφέ μου, Βοῦρε, λέγω χθὲς τοῦ φίλου μου Μανώλη,
Στὴν Ἑλλάδα βλέπεις πάλε ἦλθε νέος βασιληᾶς,
Κ' ἡσυχία, νόμος, τάξι. Ρόδα ἐγίναν οἱ διαβόλοι,
Καὶ ἐμεῖς ἀγκάθια μόνοι μείναμε τριανταφυλλιᾶς˙
Καὶ χωρὶς παρᾶ στὴν τσέπη
Ν' ἀποθάνωμ' ἐπὶ τέλους βλέπω, φίλε, ὅτι πρέπει.
Διὰ ταῦτα, καὶ διότι πρέπει ὀλίγο νὰ φανοῦμε,
Ἀπεφάσισα νὰ γίνω βουλευτὴς εἰς τὴν Ἀθήνα.
Πῶς σοῦ φαίνεται; - Τρομάρα! καὶ εἰς ὅλα συμφωνοῦμε.
Ἀλλὰ πές μου, πές μου, φίλε, πῶς περνᾷς καὶ ἀπὸ πεῖνα;
- Μῶρε πέθανα! - Αἴ, στάσου,
Καὶ τὴν πεῖνα, καθὼς ἄλλοι, κήρυξε ὡς πρόγραμμά σου.
- Μετανόησα!… Δὲν θέλω, δὲν προδίδω τὴν Πατρίδα!
Καὶ πετῶσι τραγῳδοῦντες˙ «Εἰς τὸ δρόμο, στὰ κλαδιά,
Τὴν Πατρίδα ἔχω μάννα, ὄνειρό μου τὴν Ἐλπίδα,
Καὶ θυμήσου ὅτι ἔχω ἀδελφό μου τὸν Γραβιᾶ!
Σὰν ἐκεῖνον ἂς πεθάνω,
Καὶ ἂς πέσω σκοτωμένος στο τραγοῦδί μου ἐπάνω».
Το σχολείον του χωρίου
Ι.
Συναυλία τις μὲ φθάνει, ἁρμονία γλυκυτάτη…
Κεφαλὰς παιδίων βλέπω, βλέπω οἴκημα σχολείου…
Τῆς ἁμάξης σου τὸν δρόμον, ἀγαθέ μου φίλε, κράτει˙
Ὤ, μαγεύει τὴν ψυχήν μου τὸ σχολεῖον τοῦ χωρίου!
Συναισθάνομαι βαθείας καὶ γλυκείας συγκινήσεις,
Ὅταν βλέπω τὰ παιδία, τάς πληθύας τοῦ σχολείου…
Μὴ μαγεύωμαι διότι μ' ἔρχονται αἱ ἀναμνήσεις
Τῆς μικρᾶς μου ἀλφαβήτου καὶ τοῦ ἁγνοτάτου βίου;
Εἶν' αὐτὸ καὶ μόνον; Ὄχι· ὅπου ἂν σᾶς διακρίνῃ,
Ἂν μικρά μου μετὰ πόθου ἡ ψυχή μου σᾶς θωπεύῃ,
Εἰς χρυσῶν ἐλπίδων κόσμον ὁμοῦ αὕτη ἔνθους κλίνει.
Καὶ ἰδοὺ ὑμῶν ἡ θέα διατὶ ἐμὲ μαγεύει.
ΙΙ.
Μετ' ὀλίγους ἔτι χρόνους τὰ πτωχὰ αὐτὰ παιδία
Εἰς τὸν δύσζηλον ἀγῶνα τῆς ζωῆς θ' ἀποδυθῶσι,
Ἄλλα θέλει ἀμειλίχως ἀφανίσ' ἡ δυστυχία,
Ἄλλα θέλει χρυσῆ μοῖρα καὶ νεότης στεφανώσει.
Ἐὰν σήμερον τὸ ράκος καὶ τὸ δάκρ' ᾖνε στολή των,
Ποῖος αὔριον γνωρίζει, ἐκ τοῦ κύκλου των ὡραῖος
Μὴ φανῇ τις αἴφνης ἥρως, στρατηγὸς τῶν ἀνικήτων,
Δάφνη τοῦ μικροῦ χωρίου, τῆς Ἑλλάδος ὅλης κλέος;
Ποῖος αὔριον γνωρίζει ἐκ τῆς χαρωπῆς πληθύος,
Ἥτις σήμερον εὐφώνως ἀτακτεῖ, σκιρτᾷ, μανθάνει,
Μὴ ἂν αἴφνης ἀνατείλῃ νοῦς διάφωτος καὶ θεῖος
Ἄστρον τῆς καλῆς Ἑλλάδος, χρυσοῦ μέλλοντος σκαπάνη;
Θάρρος, φίλοι μου˙ ὁ κόσμος εἶνε μοῖρα τῶν κρειττόνων
Κ' ἤρχισαν πολλάκις οὗτοι τὴν ζωήν των ρακενδύται…
Αὔριον οἱ ἄνδρες ὅλοι κλίνουσι διὰ τὸν χρόνον
Κ' ἡ πατρὶς αὐτῆς ἡγέτας καλεῖ σας. Ἐτοιμασθῆτε!
ΙΙΙ.
Ὁ Θεός γλυκὺς φρουρός της, ὁ Θεὸς νὰ εὐλογήσῃ
Τὴν καρδίαν, ἥτις ἦλθεν ὡς ἡγέτης τοῦ σχολείου,
Καὶ φωτίζει τὰ παιδία καὶ ὡς ὄρνις περιπτύσσει.
- Πῶς λατρεύει ἡ ψυχή μου τὸ σχολεῖον τοῦ χωρίου!
Συναυλία τις μὲ φθάνει, ἁρμονία γλυκυτάτη…
Κεφαλὰς παιδίων βλέπω, βλέπω οἴκημα σχολείου…
Τῆς ἁμάξης σου τὸν δρόμον, ἀγαθέ μου φίλε, κράτει˙
Ὤ, μαγεύει τὴν ψυχήν μου τὸ σχολεῖον τοῦ χωρίου!
Συναισθάνομαι βαθείας καὶ γλυκείας συγκινήσεις,
Ὅταν βλέπω τὰ παιδία, τάς πληθύας τοῦ σχολείου…
Μὴ μαγεύωμαι διότι μ' ἔρχονται αἱ ἀναμνήσεις
Τῆς μικρᾶς μου ἀλφαβήτου καὶ τοῦ ἁγνοτάτου βίου;
Εἶν' αὐτὸ καὶ μόνον; Ὄχι· ὅπου ἂν σᾶς διακρίνῃ,
Ἂν μικρά μου μετὰ πόθου ἡ ψυχή μου σᾶς θωπεύῃ,
Εἰς χρυσῶν ἐλπίδων κόσμον ὁμοῦ αὕτη ἔνθους κλίνει.
Καὶ ἰδοὺ ὑμῶν ἡ θέα διατὶ ἐμὲ μαγεύει.
ΙΙ.
Μετ' ὀλίγους ἔτι χρόνους τὰ πτωχὰ αὐτὰ παιδία
Εἰς τὸν δύσζηλον ἀγῶνα τῆς ζωῆς θ' ἀποδυθῶσι,
Ἄλλα θέλει ἀμειλίχως ἀφανίσ' ἡ δυστυχία,
Ἄλλα θέλει χρυσῆ μοῖρα καὶ νεότης στεφανώσει.
Ἐὰν σήμερον τὸ ράκος καὶ τὸ δάκρ' ᾖνε στολή των,
Ποῖος αὔριον γνωρίζει, ἐκ τοῦ κύκλου των ὡραῖος
Μὴ φανῇ τις αἴφνης ἥρως, στρατηγὸς τῶν ἀνικήτων,
Δάφνη τοῦ μικροῦ χωρίου, τῆς Ἑλλάδος ὅλης κλέος;
Ποῖος αὔριον γνωρίζει ἐκ τῆς χαρωπῆς πληθύος,
Ἥτις σήμερον εὐφώνως ἀτακτεῖ, σκιρτᾷ, μανθάνει,
Μὴ ἂν αἴφνης ἀνατείλῃ νοῦς διάφωτος καὶ θεῖος
Ἄστρον τῆς καλῆς Ἑλλάδος, χρυσοῦ μέλλοντος σκαπάνη;
Θάρρος, φίλοι μου˙ ὁ κόσμος εἶνε μοῖρα τῶν κρειττόνων
Κ' ἤρχισαν πολλάκις οὗτοι τὴν ζωήν των ρακενδύται…
Αὔριον οἱ ἄνδρες ὅλοι κλίνουσι διὰ τὸν χρόνον
Κ' ἡ πατρὶς αὐτῆς ἡγέτας καλεῖ σας. Ἐτοιμασθῆτε!
ΙΙΙ.
Ὁ Θεός γλυκὺς φρουρός της, ὁ Θεὸς νὰ εὐλογήσῃ
Τὴν καρδίαν, ἥτις ἦλθεν ὡς ἡγέτης τοῦ σχολείου,
Καὶ φωτίζει τὰ παιδία καὶ ὡς ὄρνις περιπτύσσει.
- Πῶς λατρεύει ἡ ψυχή μου τὸ σχολεῖον τοῦ χωρίου!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου