Θυμό με γέμιζε ο διάλογος.
Βασανιστικός. Μονότονος. Αδιέξοδος.
«Μα δεν θέλω να κοιμηθώ σου λέω!»,
«Δεν πειράζει. Κλείσε τα ματάκια σου
κι ας μην κοιμηθείς». Και περίμενες,
και περίμενες να κυλήσει
ο πιο αργοκίνητος χρόνος του χρόνου.
Και όσο περίμενες, το έσκαγε
το μυαλό από το σώμα...
Πόσο ατίθασο το μυαλό!
Πάντα θα βρει την άκρη.
Κι έκοβε βόλτες και γυρνοκόπαγε
και γυρνοκόπαγε. Και πού δεν πήγαινε!
Η γενιά μου μεγάλωσε με τα δικά της βάσανα...
Το μουρουνόλαδο. Η πέτσα στο γάλα.
Ο μεσημεριανός ύπνος. Ιδίως αυτός!
Η ιερότητα του μεσημεριανού ύπνου των μεγάλων.
Το «μην ακούσω κιχ!». Το σκεφτόμουν σήμερα.
Με ανάποδη φορά της αξίας του πια.
Σαν ευλογία. Εκείνο το «μην κάνεις τίποτα.
Κλείσε μόνο τα ματάκια σου». Το «τίποτα»
που υπομειδιά στην πληρότητά του
και παίρνει τη δική του εκδίκηση.
Γιατί το τίποτα δεν είναι ποτέ τίποτα.
Το τίποτα μπορεί να είναι και χώρος
στη σκέψη. Ένας λευκός καμβάς
για να καταγράψει ο καθένας
το δικό του κάτι. Να τρέξει το μυαλό
στα δικά του λιβάδια... Ελεύθερο.
Πόσο στερήσαμε τη ζωή μας από τίποτα,
στο κυνήγι του «τα πάντα»!
Πώς εξολοθρεύσαμε το τίποτα.
Πόσα και πόσα μεγαλειώδη
χρωστάει η ανθρωπότητα
σε ανθρώπους που σε πρώτη ματιά
«κάθονται και δεν κάνουν τίποτα».
Αφού, για μια ολόκληρη εποχή,
προσκυνήσαμε όλα τα απόλυτα τίποτα ως κάτι,
μήπως ήρθε ο καιρός να αφήσουμε χώρο
ν' ανθίσει μέσα στο «τίποτα»,
όπως αφελώς το ορίζουμε, το κάτι του καθένα;
Το τίποτα μπορεί να είναι και το transit της σκέψης.
Αγαπημένοι μου, μη φοβάστε το τίποτα.
Και η ζωή ένα τίποτα είναι.
ΥΓ.: Εκείνα τα μεσημέρια διαβάζαμε Λούκι Λουκ,
Καπνισμένο Τσουκάλι του Ρίτσου,
Ένα παιδί μετράει τ' άστρα του Λουντέμη,
Ασκητική του Καζαντζάκη
και μια Μαλβίνα Κάραλη στο περιοδικό Γυναίκα.
Xρόνια μετά συνειδητοποιήσαμε πως
όλα ζούν αν τα θυμάσαι..αλλα και
Όλα παίρνουν την εκδίκησή τους όταν τα φιμώνεις.
Ρέα Βιτάλη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου