Οδοιπόρος
Προσπαθούμε να διακρίνουμε πίσω από τις σκιές
τις κόκκινες χαρακιές που ματώνουν το σύθαμπο
τα βρωμισμένα κλαδιά των δέντρων
τους πεσμένους πορτοκαλανθούς που αρωμάτισαν τη μέρα
τ’ αγριόχορτα που στάζουν τον ιδρώτα μας
κάποιος πέθανε αυγή Ιούλη, μας ψιθύρισαν
λίγες σταγόνες δροσιάς ψάχνουν να κρυφτούν
μια παπαρούνα κόκκινη από ντροπή ή από ζωή
κούρνιασε απρόσμενα στα πέταλά της
η νύχτα ξυπνά ξαφνιάζοντάς μας
σαν μια γλάστρα σαπισμένη μ’ έναν πανέμορφο υάκινθο
ή σαν γιασεμί που μυρίζει υπέροχα σε γκρεμισμένο σπίτι
στο βάθος αχνοφαίνεται κάποιος να μας πλησιάζει
είναι ήρεμος ούτε νευριασμένος ούτε κουρασμένος
ούτε αγανακτισμένος απλώς ήρεμος
σαν ένας άνθρωπος που έχει λύσει της ζωής το δύσβατο
καμία λύπη κανένας πόνος δεν τον ακουμπά
κανένα χρέος δεν κάθεται στο πίσω μέρος του μυαλού του
καμία υποχρέωση τίποτα τίποτα
έχει την όψη ενός μωρού
το μέλλον με το παρόν του σαν μια ευθεία
άκαμπτη ανεξάρτητη αστείρευτη
ανέβλυζε από κάθε ιστό του σώματός του
δεν έλπιζε σε κάτι γιατί τίποτα δεν του έλειπε
δεν αναζητούσε γιατί είχε βρει τα πάντα
μονάχα βάδιζε ασταμάτητα μονάχα προσπερνούσε
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου