η μελαγχολία της ποίησης
Χτύπησες νευρικά το χέρι πάνω στο οβάλ τραπέζι προτάσσοντας την κραυγή σου
Περιπλεγμένος όπως πάντα στο πικρό δίχτυ των λυγμών της μέθεξης
Που τον αισθησιασμό της ματιάς σου ακούσια καταργούσε, χάλκευες με πείσμα τον αυλό
του αράθυμου Φαύνου...
Μαχόμενος πορευόσουν προς τη καταπόρφυρη γη του Έρωτα - τοξοβόλος Θεός!
Mόρφασε ξάφνου η μικρή Σίβυλλα σαρκαστικά στη παρουσία σου
Παλινωδώντας επιμελώς τη μανιέρα της σκέψης της
Πάνω στους πλάγιους συνειρμούς της αδιαίρετης αμαρτίας
Άγρυπνη στο ιερατείο της μελετούσε τις πτυχώσεις του μεταξωτού σου μανδύα
Στην εφτάχορδη σαμβύκη έκρουες ήχους εσπερινούς
Συρρικνώνονταν βιαστικά το απογευματινό σκηνικό του θερινού κήπου
Μπρος στην αχλή- ρυτίδα των χειλιών σου!
Για που χάραξες πορεία με το δοιάκι της παραδρομής αγκαλιά;
Αποσοβούσες αργά το φόβο και το τρόμο των ανήλικων ερωτιδέων
Σαν σκαπανεύς αληθινός των ωρών και των κρυφών επελάσεων της μνήμης που πονεί
Ανέστιος από καρδιά -νηπενθές φαράγγι χαοτικό- αποτραβιόσουν
Στην περιλαίμια καδένα της απόκοσμης μούσας!
Οι ποιητές των δρόμων ερωτεύονταν σιωπηλά και καρτερικά
Τα γραμμωμένα αγάλματα του Ερμή επιπλέοντα πάνω στη λίμνη
Διάσπαρτα με επιγραφές και στο έρεβος της θύελλας παραδωμένα
Κηλιδωμένα από μούσκλια και κρουστώδεις λειχήνες της δικής σου πένας
Αιμορραγώντας σύρθηκες στα βουερά πελάγη της Αμφιτρίτης
Στέλνοντας πυρσούς και πίδακες καπνού και τέφρας σε άγνωστα λιμάνια
Ένα μοιρολόι ακούγονταν από μακρυά- πέρα από το σύνορο του πρώτου κλαυθμού
Οι μικρές φώκιες σιγούσαν τρεμοπαίζοντας το αργυρό πέπλο της αρμύρας
Η ποίηση έλαμνε στα ρείθρα του φωτός και σαν αμίλητη θεραπαινίς ξαγρυπνούσε
Σκορπώντας μυροβόλους νάρδους στις θεοσκεπείς φοινικιές της απουσίας
Είχε ανοιχτούς τους κρατήρες της και τόξευε μικρά ζαρκάδια για να θηλάσει το αίμα τους
Η ποίηση αδιόρατη αδερφή αργά ακολουθούσε το φωτισμένο τετράγωνο του μηρού σου...
Στην εφτάχορδη σαμβύκη έκρουες ήχους εσπερινούς
Συρρικνώνονταν βιαστικά το απογευματινό σκηνικό του θερινού κήπου
Μπρος στην αχλή- ρυτίδα των χειλιών σου!
Για που χάραξες πορεία με το δοιάκι της παραδρομής αγκαλιά;
Μελαγχολώντας πορευόσουν προς τη καταπόρφυρη γη της Ποίησης- τοξοβόλος Θεός!
Κυριακή, 2 Δεκεμβρίου 2012
πυργόσπιτα ομίχλης (ύστερη απολογία)
Τι να σου προσάψω μάγιστρε χρόνε τώρα που κοιμήθηκαν οι εφιάλτες μου
Μέσα σε πυργόσπιτα ομίχλης με διπλά μανταλωμένες τις κάτω θύρες της ενοχής;
Διαβαίνουν οι μέρες μου βαριά σαν την ασθμαίνουσα ανάσα του ταύρου
Στη περιθωριακή υψικάμινο που διαθλάται κάθετα στον αγέρα της συνοικίας
Μια λαίλαπα αβυσσαλέα πυροκροτεί το έμβολο της ψυχής μου
Ξεχνιέμαι σε επαρχιακά καφωδεία παρέα με τα ψαλιδισμένα φτερά μου
Πονώ και με άκρα μυστικότητα φυγαδεύω μικρές τουλίπες στο φως
Με ελικοειδή σχισμή διατέμνω τον άγουρο καρπό της δακρυσμένης Οφηλίας
Σείω τα βουνά όταν βοούν οι βράχοι από τον ασημένιο βραχίωνα του κύματος
Αλάτι και φως κουρσεύουν οι μικροί ηλιάτορες απ της γαίας τον ερυθρό περίβολο
Πουθενά δεν βρίσκουν αναπαμό οι χάλκινοι δισκοβόλοι του κερασφόρου θεού
Αδράχνω μικρές κουκκίδες κρυπτογραφημένης προσευχής σε ζωηφόρο παλάμη
Πληγιάστηκαν οι φτέρνες μου να αναζητούν την αλκή και τη λάμψη της θλιβερής παντιέρας
Στην ειμαρμένη σφραγίδα του νου δένω μεταξένια κλωστή για να δικάσω τους λιθοξόους
αγέρες
Καταδύομαι στα ωκεάνια πάθη της θείας πορφύρας και προϊστορικούς θησαυρούς ανασύρω
Μια μέγγενη κρατά τα πόδια μου σε στάση προμηθεϊκή και την πυρά πειθαναγκάζει στο σκότος!
Προσπέφτω στα πόδια του ουρανού ικέτης και με το χαράκι της ψυχής λοβοτομώ
την άδολη μνήμη των πουλιών
Κατεβαίνω τα χάρτινα σκαλοπάτια σαν κλέφτης και ασκούμαι στη ματωμένη γραμματική
του ξίφους
Συλλέγω ακατάπαυστα γλυκόηχους αυλούς και λινές κλωστές από της πεταλούδας το σάβανο
Και τελετουργικά φορώντας τα γάντια της πραότητας τα κοντσέρτα των λυγμών διευθύνω!
Τι να σου προσάψω μάγιστρε χρόνε τώρα που κοιμήθηκαν οι εφιάλτες μου
Μέσα σε πυργόσπιτα ομίχλης με διπλά μανταλωμένες τις κάτω θύρες της ενοχής;
Διαβαίνουν οι μέρες μου βαριά σαν την ασθμαίνουσα ανάσα του ταύρου
Στη περιθωριακή υψικάμινο που διαθλάται κάθετα στον αγέρα της συνοικίας
Κυριακή, 25 Νοεμβρίου 2012
αγράμπελη (λόγος ερωτικός)
Στο σκοπευτήριο των ματιών σου
Σφηνώθηκε ολόκληρος ο εγκεφαλικός ιστός μου!
Αγγεία διαπλέοντα φως στα αδηφάγα μοιρογνωμόνια της σήψης
Διεσταλμένες κόρες ακούραστες απ τα σβηστά ηφαίστεια της ζωής μου
Ματοτσίνορα νωπά που θέλγουν σε διάταξη ανακόλουθη με τον ευγενή φόβο
Αγράμπελη των τραγουδιών λιμνιαίο πάρκο Του Έρωτα
Της προφυλακισμένης ωδής τίμια και αγαστή συνοδός
Αθώρητη ξεφεύγεις απ την οργή μου και λάμνεις στο εγκάρσιο πλάτος του Νοέμβρη
Στο περβόλι σου γέρνω αναρριχώμενος κισσός
Να περιπλέξω με μαεστρία το αποσιωπημένο σου αίνιγμα
Θραύω σκληρό αμύγδαλο και βγαίνει θαυματοποιός ουσία στο σύμπαν!
Στη χαράδρα των χειλιών σου
Ανθούν τα σαρανταήμερα πάθη της φωνής μου!
Το σώμα μου υγρό λαμπαδιασμένο από τις ετερόκλητες Εστιάδες
Αποζητά μόνο μια μικρή ψίχα καλαμποκίσιο άρτο - στου κλέους τη βάγια συναγμένο
Χτυπώ στα χώματα σου νερό να βρω κι άγουρο δυόσμο
Γλιστρώ στα ύφαλα του τοξωτού πιγουνιού σου
Δαγκάνοντας σπιθαμή τη σπιθαμή σαβάνες απάτητες -χάλκινη λεοντή
Μετέωρος ψηλαφίζω τα αφρικάνικα σου ειδώλια
Προσκυνητής ασυμβίβαστος του ανεξερεύνητου πυθμένα σου
Θραύω σκληρό αμύγδαλο και βγαίνει θαυματοποιός ουσία στο σύμπαν!
Στους στρογγυλούς σου ώμους
Απάνεμους βρίσκουν όρμους Γότθοι πειρατές!
Αίμα! Αίμα! Αίμα! καθηγιασμένο από τη τροπική βροχή
Θαλασσινή αντένα κατεβαίνει τη ραχοκοκαλιά σου και ξεμακραίνει
Σκιάζει με κάρβουνο ημιθανή την ηδονική καμάρα του πέλματος σου
Ναύτες νεοσύλλεκτοι και καπεταναίοι σε εκπορθούν αλαλάζοντας
Σεντούκια από αλάβαστρο αποθέτουν στο φωτεινό σου άντρο
Σκοτεινιά! Σκοτεινιά! Σκοτεινιά! μεγενθυμένο πηγάδι της μοίρας
Νεράιδες τώρα συντροφεύουν το χαλκά που σε ατίμασε
Ένα ουρλιαχτό κι ένας θρόος διαπεραστικός τίποτα άλλο
Σπάει μέσα μου διάτρητος ο ουρανός της ποίησης χωρίς αιδώ
Κι εσύ αχνοφέγγεις στα δαντελωτά φιόρδ της ενοχής και του θυμού
Θραύω σκληρό αμύγδαλο και βγαίνει θαυματοποιός ουσία στο σύμπαν!
"Συλλέγω φθόγγους από τη μπάντα της μελαγχολικής σου κρήνης"
Κυριακή, 18 Νοεμβρίου 2012
οι άγιοι ναυαγοί
Στη Γλασκώβη συνάντησα ένα φίλο από τα παλιά
Άνθρωπος σεμνός και ακριβοδίκαιος
Σαν τη χούφτα της μάνας στο κυριακάτικο τραπέζι
Έτσι αχνά τον θυμάμαι στην επιπόλαιη πια μνήμη μου
Ανάγερτο να βαδίζει δίπλα στον ποταμό Κλάιντ
Πιρόγα με φτενή τη πρύμνη-έρωτας ανεκπλήρωτος
Να γκρεμνίζεται στους υδάτινους φράχτες του χτες
Απροσδόκητα μοιραίος στο αλόγιστο βάραθρο της λήθης χαμένος
Τα καράβια που με αυτά κάποτε σαλπάραμε στο φως
Έχουνε αγκυροβολήσει στις καταποντισμένες πολιτείες του Βορρά!
Στη Γλασκώβη συνάντησα ένα φίλο από τα παλιά
Σαν ξερή φλούδα λεμονιού τώρα το πρόσωπο του
Μιλούσε με ανάγωγα χείλη λόγια εγκιβωτισμένα στη πυρκαγιά
Κυματοθραύστης που δονείται από κύμα παλιρροιακό
Το υπερβόρειο σώμα του ξέχειλο
Κυριαρχούσε στην ελαφριά ζάλη της μέντας
Φορούσε τουρμπάνι στα ψαρά μαλλιά του δίχρωμο βαρύ
Στέφανος κηλιδωμένος με αίμα καρχαρία
Να συντρέχει σαν υπάκουο πνεύμα το πανικόβλητο βλέμμα του
Τα καράβια που με αυτά κάποτε σαλπάραμε στο φως
Έχουνε αγκυροβολήσει στις καταποντισμένες πολιτείες του Βορρά!
Στη Γλασκώβη συνάντησα ένα φίλο από τα παλιά
Φώναζε και λοιδορούσε για τα μάτια μιας μελαχρινής τσιγγάνας
Από τα μέρη της Βοημίας που βαθύ του χάραξε τατουάζ στο στέρνο
Και άδοξα τον εγκατέλειψε για μια χούφτα βρόμικα ευρώ
Ξεμπάρκαρε μιαν αυγή δαχτυλίδι να της δώσει δαμασκηνό
Εύθυμα σφυρίζοντας σκοπούς ανδαλουσιανούς της αγάπης...
Ξενίστηκε ο νους κι έγειρε τριγύρω στη πλάκα του φεγγαριού
Ξενύχτης ναυαγός στο ρύγχος της λησμονιάς ισορροπούσε
Βούιζε το πλήθος στα σοκάκια σαν άκακο μελίσσι μουδιασμένο
Καταγώγια που μύριζαν ψαρόκολλα τον ακολουθούσαν
Σκερτσόζικα μάτια ποτισμένα στο αψέντι και στο υγρό κριθάρι
Καθρέφτιζαν τα φιλιά της ασετιλίνης που δεν έδωσε
Καθρέφτιζαν τα φιλιά της ασετιλίνης που δεν έδωσε
Τα καράβια που με αυτά κάποτε σαλπάραμε στο φως
Έχουνε αγκυροβολήσει στις καταποντισμένες πολιτείες του Βορρά!"Περίμενε μια στιγμή να σφαλίσω την κλειδαρότρυπα του ουρανού
Άγιοι ναυαγοί διαβαίνουν τις κάτω πύλες των μύθων"
Κυριακή, 11 Νοεμβρίου 2012
τα βιβλία των παθών
Τα βιβλία των παθών κρύβουν στις σελίδες τους
Το λυγμό των εξαχνωμένων λέξεων
Λέξεις που λάγνοι εραστές προφέρουν σιωπηλά
Όταν κολυμπούν στο μαρσιποφόρο ψέμα τους
Επίδοξα ευτυχισμένοι
Πραγματευτές και πλάνητες της Ανατολής
Εξαγοράζουν απόκρυφα λόγια
Στα νησιά με τη σκαμμένη ελαφρόπετρα
-Βραδινά εγκόλπια στης αγάπης το κρεματόριο-
Φυσιοδίφες και εξορκιστές σεληνιακών πηγαδιών
Προσηλυτίζουν με αυτοθυσία τάγματα ποιμένων
Μπροστά σε τετράεδρους οβελίσκους λατρείας
Πορθητές του λωτού και του νάρδου
Ιερουργούν στο οικητήριο του μνήματος
Τους ολοφυρμούς του σκοτωμένου ποιητή
Λίθινα κλωνάρια του κοιμητηρίου βοούν
Κατεστραμμένα από την άμπωτη της τσιγγάνικης νύχτας
"Φιλί σκληρότητας περικλείει την ανήλικη αμαζόνα
Αραχνοΰφαντη ερωτική αισθήτα σε μαστιγώνει με την ηδύτητα της"
Τα βιβλία των παθών κρύβουν στις σελίδες τους
Το λυγμό των εξαχνωμένων λέξεων
Λέξεις και σπινθήρες με την έκσταση του ασκητή
Που πιστά σκηνογραφεί πάνω σε σατινένιους ίσκιους
Τις πληγές του Βέρθερου
Έρωτες πλανόδιοι με τη σφραγίδα του αιώνιου εγκλεισμού
Φυλάσσουν παραδείσια όστρακα στα χιονισμένα αμπάρια τους
Ινδάλματα ελληνικά
Σκαλοπάτια του Σίσυφου
Θρύλοι απ τα μαλλιά του Αβεσσαλώμ
"Φιλί σκληρότητας περικλείει την ανήλικη αμαζόνα
Αραχνοΰφαντη ερωτική αισθήτα σε μαστιγώνει με την ηδύτητα της"
Τα βιβλία των παθών λάμνουν σε φωσφορώδεις αφρούς
Ολολύζοντας τα θέλγητρα της νύμφης Καλυψώς
Έρωτες φαινόλες γλυκόπιοτοι
-Μακροθυμούν στην τρικυμία μιας αλλότριας εποχής-
Αληθινοί σαν ελλειπτικά ηλιοτρόπια την ώρα της σφαγής
Σκοτεινοί σαν τα περιστύλια της αβύσσου τη στιγμή της αδημονίας
Μαγεμένοι από το σκληρό νύχι του αηδονιού
'Οταν εγγίζει συνωμοτικά το χρυσάφι της φθοράς
-Βραδινά εγκόλπια στης αγάπης το κρεματόριο-
"Φιλί σκληρότητας περικλείει την ανήλικη αμαζόνα
Αραχνοΰφαντη ερωτική αισθήτα σε μαστιγώνει με την ηδύτητα της"
Κυριακή, 4 Νοεμβρίου 2012
εν μιά νυκτί μόνο (προσφώνηση)
Εν μιά νυκτί μόνο διαπέρασες
Με τις δυο χρυσές σου αστραπές
Τη δεύτερη φάλαγγα
Του παγωμένου μου αντίχειρα
(Τετριμμένα όνειρα και παύσεις του μηδενός
Ζητούσαν εκδίκηση στην αλέα με τους χαλκουργούς)
Κεραυνοί του παντός χτύπησαν διαμιάς
Το στηθιαίο παλάτι του ήλιου!
Φαέθων εσύ μυθικός
Θηρευτής και αρωγός της πλησμονής
Κατοικείς στον Ηριδανό ποταμό επηρμένος
Κόνδορας κραταιός και άγρυπνος
Σαν της Στύγας τον ακοίμητο δράκο
Στο άγνωστο πορεύεσαι τροπαιοφόρος
Λεύκες σγουρόμαλλες σκεπάζουν
Το υδάτινο κρατίδιο σου
Αρματηλάτη με το διακαή πόθο στα μάτια
Ρέπεις στον άρρητο φθόγγο της κόλασης
Κι ολομόναχος περιφρουρείς
Τις εσχατιές και τα έγκατα...
Ενυδρείο των πλάγιων θαλασσών
Καθελκυσμένο ιστίο της αρμύρας
Σαγηνεύεσαι από της Κόρης το ιερό στέρνο
Εν μιά νυκτί μόνο σώπασες... ριγώντας
Άμποτε είχες πει η μουσική των δρυμών
Να μας ξεναγήσει
Στην αρχέγονη γη των Κενταύρων!
Εν μιά στιγμή μόνο έλαμψε
Πάνω στην άλω του φεγγαριού
Η τελευταία ποικιλία των εξωτικών κρίνων
Κρίνα από το παιδικό σου φυτολόγιο
Που μια ομάδα φύλαρχων στο φως καλλιέργησε
Απαρχής του θείου λόγου των ανθέων
Οι κάλυκες σου
Ανέσπερη φορεσιά των εραστών
Φλοιός γεωμετρημένος σε βλέφαρο ελαφιού
Αναπνοή μεθυστική της αμπέλου
Φτερό από το σπασμένο μελανοδοχείο της αποκάλυψης
Εν μιά νυκτί μόνο λογάριασες
Την αμετροέπεια στη γλώσσα των γλάρων
Εβαπτίσθεις τη σιωπή της διάφανης πέτρας
Πολέμαρχος του ανήωου σκότους
Χαλάρωσες τη θηλιά από το λαιμό των άστρων
Αποδημώντας στα φεγγερά στερεώματα του έρωτα
Γητεύτη της παράκρουσης των μελισσών
Κρατάς στο οστεοφυλάκιο σου
Τη σπάνια περγαμηνή από τους τάφους
Της συλημένης Τροίας
-Κλαίει η Ανδρομάχη σε δώματα βασιλικά
Πλημμυρισμένα στην αιθάλη και στο βρώμιο-
Δάκρυα και αίμα από αδένες διαβρωμένους
Σκορπούν πάνω στο κρυστάλλινο κέρας της θλίψης
Τα υπερούσια αναφιλητά της λησμοσύνης
Εν μιά νυκτί μόνο σώπασες... ριγώντας
Άμποτε είχες πει η μουσική των δρυμών
Να μας ξεναγήσει
Στην αρχέγονη γη των Κενταύρων!
(Τετριμμένα όνειρα και παύσεις του μηδενός
Ζητούσαν εκδίκηση στην αλέα με τους χαλκουργούς)
Κρίνα από το παιδικό σου φυτολόγιο
Που μια ομάδα φύλαρχων στο φως καλλιέργησε
Απαρχής του θείου λόγου των ανθέων
Οι κάλυκες σου
Ανέσπερη φορεσιά των εραστών
Φλοιός γεωμετρημένος σε βλέφαρο ελαφιού
Αναπνοή μεθυστική της αμπέλου
Φτερό από το σπασμένο μελανοδοχείο της αποκάλυψης
Εν μιά νυκτί μόνο λογάριασες
Την αμετροέπεια στη γλώσσα των γλάρων
Εβαπτίσθεις τη σιωπή της διάφανης πέτρας
Πολέμαρχος του ανήωου σκότους
Χαλάρωσες τη θηλιά από το λαιμό των άστρων
Αποδημώντας στα φεγγερά στερεώματα του έρωτα
Γητεύτη της παράκρουσης των μελισσών
Κρατάς στο οστεοφυλάκιο σου
Τη σπάνια περγαμηνή από τους τάφους
Της συλημένης Τροίας
-Κλαίει η Ανδρομάχη σε δώματα βασιλικά
Πλημμυρισμένα στην αιθάλη και στο βρώμιο-
Δάκρυα και αίμα από αδένες διαβρωμένους
Σκορπούν πάνω στο κρυστάλλινο κέρας της θλίψης
Τα υπερούσια αναφιλητά της λησμοσύνης
Εν μιά νυκτί μόνο σώπασες... ριγώντας
Άμποτε είχες πει η μουσική των δρυμών
Να μας ξεναγήσει
Στην αρχέγονη γη των Κενταύρων!
(Τετριμμένα όνειρα και παύσεις του μηδενός
Ζητούσαν εκδίκηση στην αλέα με τους χαλκουργούς)
Κυριακή, 28 Οκτωβρίου 2012
τα δέντρα βάφτηκαν κόκκινα
Γέρνω τα μάτια στη γη της μυρτιάς
Ανακαλώντας σιωπηλά
Την υλακή των πυρόχρωμων σκύλων...
Κύνες θηρευτικοί δρομείς του στερεώματος
Αμφιφανείς αστερισμοί σε γηραιό ουρανό
Παραδίδονται στη κοσμική αγάπη
Κυματωγή ξέφρενη των εραστών
Πάνω σε κλίνες που ξεχείλισαν από παράπονο
Ένας αλλότριος ουρανός
Εκτοξεύει το σκότος του
Στα φρυγμένα δέντρα της χαοτικής πολιτείας
Δηλητηριώδης στρύχνος φύεται
Στο στόμα του Άδη
Το κώνειο του φιλοσόφου μαργωμένο στη σκιά
Βγαίνω στο λιμάνι
Να σκαλίσω στα ύφαλα των πλοίων
Την όμορφη γοργόνα με τα ρουμπινί λέπια
Με φρικαλέα χρώματα της δίνης να βάψω
Το μεσαίο κατάρτι που θρηνεί
Μελανόχρωμους γλάρους
Να αποθέσω στους γρανιτένους τύμβους των βράχων
Βγαίνω στο λιμάνι ασκεπής
Δηλητηριώδης στρύχνος φύεται
Στο στόμα του Άδη
Το κώνειο του φιλοσόφου μαργωμένο στη σκιά
Πηγαίνω στο ερειπωμένο σπίτι
Να διαβάσω τον αψύ φόβο των φαντασμάτων
Τη σκόνη να αιχμαλωτίσω
Από το φιλντισένιο περίγραμμα των κάτοπτρων
Στη πόρτα που στα σπλάχνα της
Τετερίζει το σαράκι
Με μίνιο να γράψω σύμβολα αινιγματικά της νύχτας
Με καραβίσια αρμύρα
Να περιλούσω το παραπέτασμα των μύθων
Που χάσκει στο κενό αμετανόητο
Δηλητηριώδης στρύχνος φύεται
Στο στόμα του Άδη
Το κώνειο του φιλοσόφου μαργωμένο στη σκιά
Χρόνους πολλούς αναζητούσα
Τη σωτηρία μου στη φυγή
Ξεθωριασμένο το κίτρινο στη κόμη μου
Σαν θερισμένο άχυρο
Καθεύδει το κατώφλι του μηδενός
Εκεί που σκιρτά ιριδίζον
Το φωτεινό δάσος της Λευκίμης
Προσκυνητής του έρωτα
Με σπάρτο εαρινό τάχτηκα
Να τυλίξω τα αψηλάφητα εδάφια της καρδιάς
Δηλητηριώδης στρύχνος φύεται
Στο στόμα του Άδη
Το κώνειο του φιλοσόφου μαργωμένο στη σκιά
Με σπουδή και ειρήνη πρόστρεξα
Να ρίξω τον πρώτο λίθο στη λίμνη
Το έρεβος βογκά
Τα ύδατα ανεβαίνουν
Το σκόρπιο μετάλλευμα εκρήγνυται
Μόνο οι δρόμοι παραμένουν ασύλληπτα αληθινοί
Μόνο οι λέξεις ξέρουν να αφήνουν
Τα ίχνη τους απαλά
Πάνω στις γαλάζιες λοφοσειρές με τις φλαμουριές
Είναι αργά
Να διασχίσεις το οροπέδιο της μελαγχολίας
Βούρκοι και σκίνα χλομά
Σε περικλείουν
Εκεί που κάποτε μοσχοβόλαγε
Η μέντα και η υγρή τύρφη
Δηλητηριώδης στρύχνος φύεται
Στο στόμα του Άδη
Το κώνειο του φιλοσόφου μαργωμένο στη σκιά
Με σκαιούς σαρκοφάγους θα πληρώσω
Τη παγωνιά της ύπαρξης μου
Θα υψώσω ένα σταυρό
Πάνω από τα δέντρα που βάφτηκαν κόκκινα
Επιστροφή στης λήθης το κρύσταλλο
Παγωμένος αναθυμάσαι το παρελθόν
Είναι ανώφελο μου είχες πει
Να οργώνεις με υνί
Τις άχρωμες σπείρες του φόβου
Ο χρόνος και ο θάνατος τα κυριεύουν όλα
Ηδύς ο βίος των εντόμων
Αναζητά
Το αλφαβητάρι της πεταλούδας
Που έμεινε στο βράχο φυλακισμένο
Δηλητηριώδης στρύχνος φύεται
Στο στόμα του Άδη
Το κώνειο του φιλοσόφου μαργωμένο στη σκιά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου