6/12/12
Zωή αγέννητη
Οι ψίθυροι που διαπερνούσαν τους τοίχους ανάγκασαν τα μάτια μου ν’
ανοίξουν διάπλατα. Το δωμάτιο ήταν στενό. Το κρεβάτι κολλημένο στον
τοίχο. Οικονομία χώρου. Έτσι, όταν ξάπλωνα για να κοιμηθώ, τ’ αυτιά μου
και ο τοίχος γίνονταν ένα. Παιδιά αγέννητα φώναζαν από το διπλανό
δωμάτιο. Οι φωνές τους θύμιζαν κουταβάκια. Δεν είχαν πατέρα και είχαν
μείνει μόνα με τη νεκρή μητέρα τους.
Πέρασαν χρόνια και εξακολουθώ να βρίσκομαι στο σπίτι της κόλασης. Ένα σπίτι αντίκα ή απλά πολύ παλιό. Η σκάλα έτριζε και κουνιόταν με κάθε μου βήμα. Οι υδραυλικές σωληνώσεις βογκούσανε σα γέροι που υπέφερε το σώμα τους. Τα παράθυρα ήταν παγωμένα ακόμα και τους καλοκαιρινούς μήνες. Οι καλεσμένοι μου καθόταν στην αυλή και κουβέντιαζαν μέχρι αργά τη νύχτα, κάτω από το σεληνόφως, με τη συντροφιά του τζιτζικιού και τα κρωξίματα της κουκουβάγιας. Το γέλιο τους απόκοσμο. Τα αγέννητα παιδιά από το διπλανό δωμάτιο τώρα έτρεχαν και αυτά γύρω τους. Έπαιζαν στα καταπράσινα παρτέρια, ξένοιαστα και ευτυχισμένα. Ίσως κάποια μέρα θα τρέχω και εγώ έξω από αυτό το σπίτι, σ’ έναν τόπο γεμάτο γέλιο, ξενοιασιά και ευτυχία. Έναν τόπο απαλλαγμένο από φόβο, φορτωμένο με ελπίδα.
Περπάτησα στο διπλανό δάσος και ονειρευόμουν. Το σπίτι αντίκα έλαμπε στο φεγγαρόφωτο γεμάτο μεγαλοπρέπεια. Ορθώνονταν αναλλοίωτο κοντά στις πυκνές σκιές του δάσους. Ανάμεσα στα φυλλώματα των δένδρων πετούσαν αμέριμνες πυγολαμπίδες. Κανένα όμως φως δεν φώτιζε τα ψηλά παράθυρα του σπιτιού. Είχε ησυχία. Ο μόνος ήχος που διέκοπτε την ηρεμία ήταν το θρόισμα του ανέμου ανάμεσα στα δέντρα. Το σφύριγμά του έφερε στ’ αυτιά μου τις νότες κάποιου τραγουδιού. Η αλυσίδα της κούνιας της αυλής έτριξε, αλλά δεν καθόταν κανείς πάνω της για ν’ απολαύσει την όμορφη νύχτα και το φεγγάρι. Κάποτε έτρεχα σ’ αυτό το δάσος σαν ελάφι, είχα κουνηθεί ατελείωτα επάνω στη μεγάλη κούνια. Τώρα βρισκόμουν πάλι στο σπίτι μου, αλλά δεν είμαι παιδί.
Έκανα μερικά βήματα και αφού ανέβηκα γρήγορα τα σκαλοπάτια έπιασα το μεγάλο πόμολο που έλαμπε σαν χαμένος θησαυρός. Η πόρτα ήταν πια κλειδωμένη. Αφήστε με να μπω μέσα ικέτευσα βουβά. Γύρισα πίσω. Επέστρεψα στο σπίτι. Όμως η πόρτα παρέμενε κλειστή και κλειδωμένη. Όταν πίεσα το πρόσωπό μου στο τζάμι ενός παραθύρου, είδα τον εαυτό μου να κάθεται απέναντι. Και τότε κατάλαβα πως ήμουν νεκρός.
Πέρασαν χρόνια και εξακολουθώ να βρίσκομαι στο σπίτι της κόλασης. Ένα σπίτι αντίκα ή απλά πολύ παλιό. Η σκάλα έτριζε και κουνιόταν με κάθε μου βήμα. Οι υδραυλικές σωληνώσεις βογκούσανε σα γέροι που υπέφερε το σώμα τους. Τα παράθυρα ήταν παγωμένα ακόμα και τους καλοκαιρινούς μήνες. Οι καλεσμένοι μου καθόταν στην αυλή και κουβέντιαζαν μέχρι αργά τη νύχτα, κάτω από το σεληνόφως, με τη συντροφιά του τζιτζικιού και τα κρωξίματα της κουκουβάγιας. Το γέλιο τους απόκοσμο. Τα αγέννητα παιδιά από το διπλανό δωμάτιο τώρα έτρεχαν και αυτά γύρω τους. Έπαιζαν στα καταπράσινα παρτέρια, ξένοιαστα και ευτυχισμένα. Ίσως κάποια μέρα θα τρέχω και εγώ έξω από αυτό το σπίτι, σ’ έναν τόπο γεμάτο γέλιο, ξενοιασιά και ευτυχία. Έναν τόπο απαλλαγμένο από φόβο, φορτωμένο με ελπίδα.
Περπάτησα στο διπλανό δάσος και ονειρευόμουν. Το σπίτι αντίκα έλαμπε στο φεγγαρόφωτο γεμάτο μεγαλοπρέπεια. Ορθώνονταν αναλλοίωτο κοντά στις πυκνές σκιές του δάσους. Ανάμεσα στα φυλλώματα των δένδρων πετούσαν αμέριμνες πυγολαμπίδες. Κανένα όμως φως δεν φώτιζε τα ψηλά παράθυρα του σπιτιού. Είχε ησυχία. Ο μόνος ήχος που διέκοπτε την ηρεμία ήταν το θρόισμα του ανέμου ανάμεσα στα δέντρα. Το σφύριγμά του έφερε στ’ αυτιά μου τις νότες κάποιου τραγουδιού. Η αλυσίδα της κούνιας της αυλής έτριξε, αλλά δεν καθόταν κανείς πάνω της για ν’ απολαύσει την όμορφη νύχτα και το φεγγάρι. Κάποτε έτρεχα σ’ αυτό το δάσος σαν ελάφι, είχα κουνηθεί ατελείωτα επάνω στη μεγάλη κούνια. Τώρα βρισκόμουν πάλι στο σπίτι μου, αλλά δεν είμαι παιδί.
Έκανα μερικά βήματα και αφού ανέβηκα γρήγορα τα σκαλοπάτια έπιασα το μεγάλο πόμολο που έλαμπε σαν χαμένος θησαυρός. Η πόρτα ήταν πια κλειδωμένη. Αφήστε με να μπω μέσα ικέτευσα βουβά. Γύρισα πίσω. Επέστρεψα στο σπίτι. Όμως η πόρτα παρέμενε κλειστή και κλειδωμένη. Όταν πίεσα το πρόσωπό μου στο τζάμι ενός παραθύρου, είδα τον εαυτό μου να κάθεται απέναντι. Και τότε κατάλαβα πως ήμουν νεκρός.
2/12/12
Γράμμα 14: Eίσαι εδώ
Εάν δεν είσαι εδώ
σαν έρημο νεκροταφείο τα μάτια μου
με φόντο γκρίζο και αποχρώσεις απόγνωσης
να κλαίνε στον κόρφο της μελαγχολίας
με δάκρυ άηχο
εάν δεν είσαι εδώ
Εάν δεν είσαι εδώ
με πρόσωπο σκυφτό θα προχωρούμε
εγώ και οι λόφοι
τα λουλούδια και το σύννεφο που περνά
ταξιδευτές σε ατελείωτους δρόμους
θα σκοντάφτουμε διαρκώς
στις σκόρπιες και θολές ελπίδες
και όταν μικραίνει το κουράγιο
ακίνητοι θα μένουμε
κουβαράκια στο χώμα ακίνητοι
εάν δεν είσαι εδώ
Εάν δεν είσαι εδώ
εδώ στην αγκαλιά μου μέσα
θ' αδερφώνομαι με τα σκοτάδια
θα βαδίζω το θάνατο
στην πυκνή ομίχλη του χρόνου
εάν δεν είσαι εδώ
Όταν θα είσαι εδώ
από το φως του φεγγαριού
θα λάμψουν τα όνειρά μας
τα λουλούδια θα περισσέψουν στις καρδιές
εγώ, εσύ και ο έρωτας
θα συντροφεύουμε τη νύχτα ως το ξημέρωμα
όταν θα είσαι εδώ
Όταν θα είσαι εδώ
η φύση θα σταθεί αμήχανη
απ' τους νοτιάδες τις καρδιάς μας
θα δούμε την πανσέληνο στα βουνά της Αφροδίτης
την παλίρροια στις θάλασσες του Ποσειδώνα
και τον Δία μεθυσμένο να παίζει με τ' άστρα
όταν θα είσαι εδώ
Όταν θα είσαι εδώ
θα βαδίσουμε πλάι στον ήλιο
τη βροχή αγκαλιασμένοι θα προσμένουμε
θ' ακούμε ήχους αφροδίσιους
που ακόμα δεν αφουγκραστήκαμε
στ' άγρια νωπά ποτάμια της ψυχής
θ' αντικρίσουμε έκθαμβοι την ευτυχία
απαλλαγμένη από τις απουσίες μας
όταν θα είσαι εδώ
Φλόγα!
κοίτα!
λύγισαν οι θύελλες
είσαι εδώ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου