Τετάρτη, 28 Μαρτίου 2012
Σίσσυ Κόσσυβα
Πριν έξι περίπου χρόνια η Ελπίδα ήταν γεμάτη δημιουργίες. Ζωγράφος με μεγάλο ταλέντο. Καταπιανόταν και με την ποίηση όπου με λέξεις και φράσεις σχημάτιζε τον κόσμο· αυτά που το κάρβουνο αδυνατεί να παραστήσει και το πινέλο ντρέπεται να επιλέξει χρώμα του ορατού φάσματος για να τα χρωματίσει. Βουτηγμένη στα χρώματα και επηρμένη στα τοπία της, πίστευε πως πάντα θα ελέγχει τα τοπία της ζωής της... Δεν είχε σκεφτεί πως στον πίνακα της ζωής, βάζουν και οι γύρω πινελιές ή μουντζούρες. Υπερευαίσθητη όπως κάθε γνήσιος καλλιτέχνης και μοναχική όπως κάθε δημιουργός.
Άρχισε να μοιράζεται και να ενώνεται μόνο όταν ο αμμόλοφος έρωτας, γλιστρούσε την ζωή της σαν άμμο ανάμεσα από τα χέρια της. Αρχικά η άμμος του έρωτά της ήταν ζεστή και ευχάριστη όπως στην θάλασσα.. Γεμάτοι ο ένας από τον άλλον. Πλημμυρισμένη η ζωή τους, οι πίνακές της, τα ποιήματά της από την αυθυποβολή του έρωτά τους.
Το ασυμβίβαστο πάθος κατέστρεψε το «πάντα»; Το «πολύ» φοβήθηκε το «αύριο»; Το «άμετρο» φοβήθηκε το «συμβατικό»; Χώρισαν! Ξαφνικά, χωρίς σημαντικό λόγο. Κι η ζεστή άμμος μπήκε σε κλεψύδρα, και ριχνόταν αργά και σταθερά στην άλλη πλευρά φέρνοντας το κενό. Η Ελπίδα πονούσε αρχοντικά και σιωπηλά. Σιωπηλά και καταστροφικά. Καταστροφικά... Δεν έπαψε στιγμή να τον νιώθει συγγενικά και να τον αγαπά βαθιά. Τον είχε στην ζωή της σαν φίλο, γιατί απλά δεν άντεχε να ζει χωρίς εκείνον. Όμως εκείνος προχωρούσε, ενώ η ελπίδα προχωρούσε μόνο μέσα από ’κείνον.
Ίσως να μην το είχε καταλάβει. Να είχε πιστέψει στην εξωτερική ηρεμία της όταν…. αποφάσισε να την καλέσει στον γάμο του. Λίγους μήνες μετά τον χωρισμό τους, ένας ταχυδρόμος άφησε στην εξώπορτα το χρυσόδετο προσκλητήριο. Που να φανταστεί ο δύστυχος πατέρας της ποιανού ήταν οι χαρές. Αν ήξερε, ίσως να προλάβαινε να το κρύψει.
Η Ελπίδα μόλις το άνοιξε έβγαλε έναν λυγμό, που τον σταμάτησε γρήγορα βάζοντας το χέρι της μπροστά στο στόμα της. Αποσύρθηκε στο δωμάτιό της και δεν θέλησε να το συζητήσει με κανέναν. Την Κυριακή του γάμου, ο πατέρας της που την λάτρευε, την πήρε στην αγκαλιά του και της είπε στοργικά:
- Θα πας παιδί μου; Το αντέχεις;
- Θέλω να προσευχηθώ για την χαρά του· για την αγάπη του!
Πήγε! Καθώς απομακρυνόταν, την καμάρωνε να περπατά στο στενό πλακόστρωτο, κάτω από το χρυσό φως του φεγγαριού, με το αέρινο φουστάνι της και τα λιτά σπαστά μαλλιά της στους ώμους. Πόσο όμορφη και γλυκιά ήταν εκείνο το βράδυ...; Ήρεμη και σιωπηλή όπως πάντα. Πήγε! Ευλόγησε τον Γάμο του με την παρουσία της και την ευχή της.
Ο πατέρας της, την περίμενε ανήσυχος. Την αγωνία του διέκοψε ο ήχος του κλειδιού της εξώπορτας. Όμως, δεν βγήκε από την κάμαρά του. Από διακριτικότητα! Αν ήθελε να του μιλήσει, ήξερε καλά πως την περίμενε! Ήξερε πως η Ελπίδα συνήθιζε στις δύσκολες στιγμές να μένει μόνη. Αν το μοιραζόταν...
Κόντευε μεσημέρι της επομένης, κι εκείνη παρέμενε κλεισμένη στο δωμάτιό της. Ο πατέρας της δεν βαστούσε άλλο την αγωνία του. Χτύπησε διακριτικά την πόρτα αρκετές φορές. Δεν του απαντούσε. Άνοιξε χωρίς δεύτερη σκέψη. Η Ελπίδα καθόταν στην πολυθρόνα κρατώντας μια φωτογραφία της με κείνον από παλιές ευτυχισμένες μέρες. Ασάλευτη! Με βλέμμα καρφωμένο στο κενό και ανέκφραστη. Ο πατέρας της πάγωσε. Την αγκάλιαζε, της φώναζε, την κουνούσε, την φιλούσε, της μιλούσε, της μιλούσε, της μιλούσε… Η Ελπίδα ασάλευτη! Χωρίς φωνή! Χωρίς καμία αντίδραση! Τραυματικό σοκ, απεφάνθη ο ψυχίατρος. Ίσως κάποια στιγμή να συνέλθει…. Κανείς δεν ξέρει την στιγμή. Ούτε πως μετριέται σ’ αυτήν την περίπτωση ο χρόνος.
Πέρασαν πέντε χρόνια από τότε. Η Ελπίδα νοσηλεύεται σε ίδρυμα. Ακόμα στέκει σαν άγαλμα με την φωτογραφία στο χέρι. Δεν μιλά ποτέ! Μόνη αντίδραση να σφίγγει την φωτογραφία κάθε φορά που πάνε να της την πάρουν.
Ο Θεός και η Ελπίδα αλλιώς νιώθουν τον χρόνο. Ο πατέρας της ,την περιμένει. Πάντα θα την περιμένει. Το μόνο που προσεύχεται είναι η Ελπίδα του να γυρίσει πριν «φύγει» εκείνος...
Μπήκε στο γνωστό ταβερνάκι που οι περισσότεροι θαμώνες του είναι κι αυτοί έρημοι. Το απόγευμα θα πάει να τη δει. Όπως κάθε απόγευμα. Μπορεί για μια ακόμη φορά να του γνέψουν αρνητικά οι νοσηλευτές για τυχόν βελτίωσή της. Έστω για την παραμικρή ένδειξη που περιμένει.
Η Ελπίδα, τον έμαθε να αγαπά. Όλους τους έμαθε ν’ αγαπούν! Το φανερώνουν οι κρυφές επισκέψεις του "καλού" της. Συχνά, στέκει έξω απ’ το δωμάτιό της. Την κοιτά κρυφά σε ανύποπτες ώρες. Τις ηλιόλουστες μέρες, όταν την βγάζουν βόλτα στον κήπο, την παρακολουθεί από μακριά.
Το κοριτσάκι που απέκτησε από τον γάμο του, το ονόμασε Ελπίδα. Από τύψεις ή από αγάπη; Ποιός να τον κρίνει; Ποιός ξέρει πως το έζησε, πως το ζει κι εκείνος; Όσο για την Ελπίδα... Αγάπησε βαθιά, άγια, ελεύθερα. Ελευθερώθηκε από την διεκδικητικότητα, τα όρια και τον εγωισμό του έρωτα. Η αγάπη της έφθασε στον ουρανό. Πλήρωσε βέβαια γι’ αυτό. Όπως κάθε τι πολύτιμο είναι κι ανεκτίμητο, έτσι πλήρωσε! Ανεκτίμητα. Η Ελπίδα πάσχει από αγάπη, από ευαισθησία από βαθύ έρωτα. Για όλα αυτά ο πατέρας της είναι περήφανος που γέννησε τέτοιας αγάπης παιδί. Η Ελπίδα δεν συμβιβάστηκε. Δεν πέρασε από την ζωή έτσι απλά! Άφησε την ζωή να περάσει από πάνω της βυθίζοντάς την στον εαυτό της, στην σταυρωμένη ουσία της. Ένιωσε, έπαθε, έζησε! Θα ξαναζήσει!
Νύχτα καλοκαιριού. Σε παραλία, κοντά στο λιμάνι του νησιού. Στην άκρη της παραλίας, η ταβερνούλα με τα μπλε τραπέζια στην άμμο, είχε κλείσει. Ένα χαμηλό φως μέσα από το μαγαζί έφεγγε τα έρημα τραπέζια. Δύο καρέκλες πεσμένες, δύο άδεια μπουκάλια μπύρας – το ένα μπηγμένο στην άμμο και το άλλο πάνω στο τραπέζι – μία διάφανη κανάτα με λίγο κόκκινο κρασί και δυο ποτηράκια κοντά της. Ένα μάλλον χαμένο σκουλαρίκι, ένα ξεχασμένο ψάθινο καπέλο, μια σπασμένη πολύχρωμη σαγιονάρα. Απομεινάρια μιας ζεστής καλοκαιρινής ημέρας.
Πιο κει, μια παρέα νέων παιδιών καθόντουσαν στην άμμο. Είχαν δυο κιθάρες και τραγουδούσαν για τον έρωτα.
Από μια άλλη παρέα ακούγονταν γέλια και πειράγματα.
Κι εκείνοι, σφιχταγκαλιασμένοι στην άλλη άκρη της παραλίας. Είχαν αφεθεί στο μαγικό τοπίο, στον απόηχο των τραγουδιών, στο άγγιγμά τους, στις καρδιές τους, που σκιρτούσαν όταν ήταν μαζί… Η σιωπή των ερωτευμένων, είναι η χώρα τους, η μοναξιά, η τροφή τους και η δυαδικότητά τους, ολόκληρη η ζωή τους.
Κι όταν μιλούν, δεν ξέρουν τι να πρωτοπούν. Διότι όλα καθορίζονται από την υπερβολή και την ευαισθησία του ψυχισμού τους.
Γιατί οι ερωτευμένοι νιώθουν τη φύση τόσο συγγενική τους;
Γιατί ένα από τα αγαπημένα τους θέματα είναι τα αστέρια; Ίσως γιατί νιώθουν κ’ παρατηρούν πως η φύση μοιάζει πολύ με την ανθρώπινη ψυχή.
Της έδειχνε τον αποσπερίτη και της εξηγούσε πως είναι το ίδιο αστέρι που μια το ονομάζουμε Αυγερινό και άλλοτε Αφροδίτη. Σαν τους ανθρώπους, που όταν γίνονται ζευγάρι είναι “ένα”, έτσι κάποιος σοφός εμπνεύστηκε να ονομάσει το ίδιο αστέρι Αφροδίτη και Αυγερινό.
Την ξεναγούσε στο νυχτερινό ουρανό. Της μιλούσε για την αλήθεια των αστεριών! Τα αστέρια ξεγελούν. Η αλήθεια τους δεν είναι αυτή που φαίνεται! Ίσως έτσι να συγγενεύουν τα αστέρια με τους ανθρώπους. Στις κρυμμένες αλήθειες!
Της έλεγε, πως βλέπουμε το παρελθόν των αστεριών. Αυτό οφείλεται στον χρόνο που μεσολαβεί να φθάσει το φως τους στη Γη.
“Απόψε μπορεί να βλέπουμε ένα άστρο που δεν υπάρχει! Να έχει εκραγεί, να έχει χαθεί… Σαν οφθαλμαπάτη…”
Μαγεμένη από κείνον! Τον άκουγε σιωπηλή και δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της από τα μάτια του. Στο κρυφτό των ερώτων της αίσθησης που συναντιούνταν, εκείνος την αποκαλούσε: “μάτια μου” κι εκείνη “χαρά μου”.
Τούτο το καλοκαίρι σφάδαζαν από τον έρωτά τους. Όπως η φύση και το καλοκαίρι υποψιάζονται την υπερβολή και την καταστροφική δύναμη του ήλιου, έτσι κι εκείνοι ζούσαν την υπερβολή και την καταστροφική δύναμη του έρωτα. Μόνοι, μέσα σ’ έναν κόσμο που είχαν φτιάξει για τους δυο τους. Ολομόναχοι. Χαμένοι από φίλους και συγγενείς. Κανένας δεν ήξερε πού βρίσκονταν.
Ουσιαστικά αποκομμένοι.
Ολοκληρωμένοι και ταυτόχρονα διαλυμένοι. Ελεύθεροι και αφόρητα σκλαβωμένοι. Σαν παιδιά που παίζουν, ο έρωτάς τους. Τα παιδιά ταξιδεύουν με τα παιχνίδια και οι μεγάλοι ταξιδεύουν με τον έρωτα. Τα παιδιά ξεχνιούνται, μαθαίνουν, ασκούνται με τα παιχνίδια και οι μεγάλοι με τον έρωτα.
Τα παιδιά χαίρονται, νικούν και νικούνται στα παιχνίδια και οι μεγάλοι στον έρωτα.
Ο έρωτας όμως γίνεται αγάπη και έτσι δεν παραμένει παιχνίδι με όρια, κανόνες, στρατηγικές, νικητή και νικημένο. Μεταλλάσσεται σε ένωση, αιωνιότητα, αδιαίρετη ουσία. Ήταν αγάπη ο έρωτάς τους; Ζούσαν με πανικό, με υπερβολή. Δεν μπορούσαν να χωρίζουν ούτε για τις δουλειές τους. Ακύρωναν οτιδήποτε μπορούσε να ακυρωθεί. Οτιδήποτε καθυστερούσε τον έναν από τον άλλον.
Οι μέρες δεν τους έφθαναν και οι νύχτες φάνταζαν λεπτά. Μόνο ο έρωτάς τους υπήρχε!
Καριέρα, στόχοι, υποχρεώσεις, προοπτικές, παρελθόν και μέλλον ανύπαρκτα. Όλα ήταν τώρα! Ένα ατέλειωτο τώρα αμοιβαίας μετάγγισης.
Το καλοκαίρι, η θάλασσα, ο έναστρος ουρανός, η ομορφιά των τοπίων και των χώρων απλά εκείνους στόλιζαν.
Και θέματα! Πολλά θέματα. Συνεχώς θιγμένα θέματα που δεν προλάβαιναν να ολοκληρωθούν στις συζητήσεις τους… Δεν προλάβαιναν.
Τον έρωτά τους δεν προλάβαιναν. Πώς να χωρέσουν οι ζωές τους μέχρι τη στιγμή της συνάντησής τους σε λέξεις; Οι ιστορίες τους, οι μουσικές τους, οι ταινίες τους, τα βιβλία τους, οι φίλοι τους, οι γκάφες τους, οι χαρές τους, οι γιορτές τους, οι πόνοι τους, τα αστεία τους, οι φιλοσοφίες τους, οι μοναξιές τους, οι συγκινήσεις τους… σε λέξεις; Λαχταρούσαν να γίνουν λέξεις που θα αφηγηθούν και θα τυπώσουν το βιβλίο της ζωής του ενός στην καρδιά του άλλου. Να ξέρει τα πάντα ο ένας για τον άλλο. Να μην μείνει τίποτα κρυφό, αδιευκρίνιστο. Γίνεται;
Ο Μιχάλης την ερωτεύτηκε τόσο πολύ που ανακάλυψε ένα νέο του εαυτό. Η Ζωγραφιά τον ερωτεύτηκε τόσο πολύ που ζούσε μόνο μέσα από εκείνον.
Στην παραλία αγκαλιασμένοι τούτο το βράδυ, κοιτούσαν ο ένας τον άλλο και ζούσαν τον ορισμό της ευτυχίας.
“Χαρά μου, θέλεις να δούμε ποιος από τους δυο μας θα αντέξει να πάρει πρώτος το βλέμμα του από τον άλλον;”
“Τότε θα μείνουμε για πάντα εδώ, μάτια μου!”
Αργότερα περιπλανήθηκαν στα στενά σοκάκια του νησιού, με τα ασβεστωμένα σκαλάκια, τα ξύλινα μπαλκόνια με τις βουκαμβίλιες και τα γιασεμιά. Με τα αχνά φαναράκια να φωτίζουν όλη την παλιά πόλη.
Τούτο το νύχτωμα ήταν τόσο γλυκό. Σκοτάδι πυκνό που το έσβηναν τα αναρίθμητα άστρα, το μισοφέγγαρο, το φως από τα πυροφάνια.
Ένιωθαν πως ζούσαν σε πίνακα ζωγραφικής. Σε ρομαντική ταινία. Σε ερωτική μπαλάντα. Για ακόμα μια φορά είχαν χάσει τον χρόνο… Σε λίγο θα χάραζε.
Μπήκαν στο ξενοδοχείο που τους φιλοξενούσε. Είχε ένα παράξενο όνομα: “Γυρισμός”. Ανέβηκαν την ξύλινη σκάλα με το πορφυρό χαλί. Ο χώρος της υποδοχής ήταν μέρος ενός τεράστιου σαλονιού με κλασική επίπλωση, ζεστά χρώματα κι ένα πιάνο δίπλα στο παράθυρο, με κουρτίνες περίτεχνα πιασμένες, ώστε να εμφανίζεται στο χώρο η δόξα της θάλασσας.
Την ίδια θέα είχαν και από το μπαλκονάκι του δωματίου τους, που ήταν πνιγμένο στους βασιλικούς. Το κρεβάτι ήταν σιδερένιο, με ουρανό. Αραχνοΰφαντες, λευκές κουρτίνες το αγκάλιαζαν περίεργα περασμένες γύρω του.
Κάθισαν στις καρέκλες του μπαλκονιού και αντίκριζαν την αδυναμία της νύχτας στην υποψία του φωτός.
Την ρώτησε αν γνώριζε κάτι γι’ αυτό το ξενοδοχείο. Η Ζωγραφιά ερχόταν συχνά σ’ αυτό το νησί. Το παράξενο όνομά του, οι χώροι του έμοιαζαν με σπίτι…
Του απάντησε πως η ιστορία του ήταν γνωστή σ’ ολόκληρο το νησί. Είναι από τις πρώτες διηγήσεις που μαθαίνεις φθάνοντας. Κάποτε ήταν αρχοντικό μιας πλούσιας οικογένειας. Η μοναχοκόρη τους πέθανε από πόνο, για τον έρωτα ενός άντρα που έφυγε μακριά. Οι γιορτές και η χαρά σώπασαν σ’ αυτό το σπίτι.
Όταν έφυγαν από τη ζωή οι γονείς της, ο αδελφός της θέλοντας να τιμήσει τον πόνο που κράτησαν τα θεμέλια αυτού του σπιτιού, σκέφτηκε να το ξαναζωντανέψει . Να φωλιάζει η χαρά και ο έρωτας όπως στην ψυχή της αδελφής του. Να μείνει αιώνια η μνήμη της και η μνήμη του έρωτά της σ’ αυτό το νησί. Διατηρούσε αυτούσιους κάποιους χώρους όπως την γωνιά, που έπαιζε πιάνο η κοπέλα και έπλαθε μελωδίες για χάρη του.
Το ονόμασε “Γυρισμός”, διότι η αδελφή του πάντα προσδοκούσε και πίστευε στον γυρισμό του…
Μέχρι να τελειώσει την διήγησή της, τα πράσινα μάτια της είχαν θολώσει. Έκλεισε τα χέρια της στα χέρια του:
“Ζωγραφιά μου, ο έρωτας σε ζωγραφίζει φωτεινό μα και σε σβήνει ή σε μουντζουρώνει στη στιγμή! Είναι η φωτιά που λιώνει τον χρυσό και σμιλεύει το δαχτυλίδι της ένωσης, μα καίει το ξύλο και το κάνει τη στάχτη του χωρισμού!
Απ’ τη φωτιά θα περάσουμε όλοι! Αν φθάσεις σε αυτήν χρυσός, θα γίνεις δαχτυλίδι πολύτιμο. Μα αν φθάσεις ξύλο, ο άνεμος που θα σκορπίζει τη στάχτη σου θα είναι ίσως ο μόνος σύντροφος!
Όλα στα χέρια σου είναι μάτια μου! Στα χέρια σου!”
Σκύβει και της φυλά τα χέρια.
Η Ζωγραφιά κλείνοντας το πρόσωπό του στα δυο χέρια της, του είπε με πάθος;
“Υποσχέσου μου, σε παρακαλώ! Υποσχέσου μου πως θα σμιλεύσουμε το δαχτυλίδι της ένωσής μας! Κι αν κάποιες στιγμές φανούμε ανάξιοι, δειλοί ή νικημένοι, πες μου πως από τις στάχτες μας θα ξαναγεννηθούμε! Πως ακόμα και τότε η στάχτη μας θα ενωθεί με το χώμα και θα βλαστήσει αγάπη… πάλι! Και πάλι! Και πάντα! Χαρά μου… “
“Η αληθινή αγάπη γεννιέται χωρίς να σε ρωτήσει, χωρίς να προσπαθήσεις. Απλά, φυσικά. Κρυφά, βαθιά στο είναι μου αν ξυπνήσει ο κακός Δράκος της λίμνης που κατοικεί στα μαύρα της καρδιάς μου και γίνει άρμα μάχης θα καταφέρω να τον νικήσω για χάρη σου. Το θέλω! Το μπορώ! Θα το κάνω! Είσαι ελεύθερος να πεις το “Σ’ αγαπώ”, όταν είσαι αποφασισμένος να δώσεις τα πάντα για την Αγάπη! Σ’ αγαπώ!
Μπορώ να στο πω αληθινά. Σ’ αγαπώ! Μάτια μου”
Αφέθηκαν στο σ’ αγαπώ!
Ξάπλωσαν τρυφερά ο ένας δίπλα στον άλλον. Της χάιδευε τα μαλλιά, το πρόσωπο. Μέσα στον γλυκό αναστεναγμό, στο άφημα του ύπνου, ένιωσε βάλσαμο το χάδι του. Δεν ήταν μόνο ερωτικό. Το ένιωθε σαν το χάδι των γονιών στο φοβισμένο παιδί. Σαν το χάδι του παιδιού σου, που νιώθεις την μικροσκοπική παλάμη του να σε λυτρώνει από κάθε πόνο. Σαν το χάδι του συγγενή την ώρα που πολεμά η ψυχή να ελευθερωθεί στη νέα ζωή. Τόσο γλυκά, τόσο απόλυτα! Αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά του. Μετά από ώρα την ξύπνησε το άγγιγμά του:
“Ζωγραφιά μου, γύρισε προς τα εμένα… Να σε κοιτώ όταν κοιμάσαι, όταν κοιμάμαι… “
Χαμογέλασε ευτυχισμένη μέσα στη μέθη του ύπνου της. Μόνο τα βράδια που κοιμόταν δίπλα του, που ένιωθε την ανάσα του, που μύριζε το σώμα του, που άγγιζε τα χείλη του… Πολλές φορές ξυπνούσε για να τον κοιτά. Μόνο αυτά τα βράδια να της χάριζε η ζωή!
Μόνο τα βράδια που κοιμόταν δίπλα της…
Όταν γύρισαν στη Αθήνα, την επόμενη μέρα έλαβε ένα δέμα. Άνοιξε το φάκελο παραξενεμένη. Ήταν ένα δώρο που πάντα περίμενε.
Ένα μουσικό κουτί.
Μέσα του έκλεινε ένα ζευγάρι που χόρευε αγκαλιασμένο. Ανάμεσά τους υπήρχε διπλωμένος ένας πάπυρος. Έγραφε:
“Ποτέ δεν ξέρεις τι θα σε εμπνεύσει. Πάντα αυτό που σε εμπνέει υπερέχει κι έχει πολλή αγάπη και ταπείνωση. Ξέρει πως σε εμπνέει όμως δεν το διαλαλεί μέχρι να το ανακαλύψεις μόνος σου. Βιώνει για χάρη σου το μαρτύριο της αγάπης. Στέφοντας εσένα τον βασιλιά και λυτρωτή του μαρτυρίου του! Εσένα που δεν ξέρεις τίποτε και δημιουργείς τίποτε χωρίς αυτό. Στέφει η πηγή που μπορεί να αναβλύζει αενάως, μελωδικά το πολύχρωμο νερό των ερώτων της αίσθησης. Εκείνον που καμιά του αίσθηση, γεύση, αφή, όραση… δεν έχει αναμνήσεις της πριν από σένα! Αυτός όμως ο πολύτιμος λίθος που κρατάει τον χείμαρρο σε αφάνεια είναι το δοχείο της αρετής της πηγής! Έτσι όταν το βρεις και πιεις από αυτό η Χάρη ξεχύνεται μέσα σου, το δοχείο ελαφραίνει κι ο χείμαρρος ξεπηδά ορμητικός παίρνοντάς σε αγκαλιά του! Τώρα όμως έχεις τη σοφία και τη δύναμη να τον αντικρίσεις. Από εκεί και πέρα εσύ ο νεκρός δημιουργός ανασταίνεσαι. Καθώς εκείνη η πηγή της αναστάσεως σου εξατμίζεται για σένα με όποιο τρόπο εσύ θέλεις, όσο θέλεις, όπως θέλεις… ! Ελπίζοντας πως κάποτε θα βρεις την αλήθεια. Και τότε θα δεις πως το ωραιότερό σου δημιούργημα είναι το γλυπτό της ταπείνωσης που θα αφεθεί στα χέρια της πηγής για να σε κάνει τον πολύτιμο λίθο της, το πολύτιμο δοχείο των αρετών που θα πιεί κάποιος άλλος για να ταξιδέψει κι εκείνος μαζί σας στην αιώνια μακαριότητα. Αμήν. ”
Γοητευμένη και συγκινημένη όσο ποτέ την μαγνήτιζε ο ποιητικός εαυτός του, αλλά και της φυλάκιζε την καρδιά. Ένας φόβος! Γι’ αυτό που ίσως καταλάβαινε…
Γι’ αυτό που ίσως της ‘‘έκρυβε”; Ένας ερωτικός φόβος. Μια ερωτική ανασφάλεια. “Σε φοβάμαι!” Θα του γράψει ένα από τα επόμενα βράδια.
“Μα γιατί; Εσύ είσαι η πηγή που με κάνει τον πολύτιμο λίθο της!
Με λες δημιουργό! Νεκρός δημιουργός εγώ χωρίς εσένα! Με λες βασιλιά και λυτρωτή του μαρτυρίου της αγάπης μας. Μα τίποτε δεν ξέρω και δεν δημιουργώ χωρίς εσένα…
Σ’ αγαπάω!”
Ο καιρός κυλούσε μέσα από την απόλυτη αγάπη τους. Μέχρι… Μέχρι που ένα βράδυ, ο Μιχάλης ήταν άλλος. Διαφορετικός. Γυρνούσαν από τον κινηματογράφο. Έφθασαν έξω από το σπίτι της. Έσβησε τη μηχανή του αυτοκινήτου. Δεν της μιλούσε, απέφευγε να την κοιτάξει. Καθόταν μαζεμένος μακριά της. Η Ζωγραφιά έγειρε να τον φιλήσει. Έμεινε ασάλευτος, χωρίς να ανταποκριθεί. Εκείνη πάγωσε κι άρχισε να τρέμει. Εκτός από πόνο, πρώτη φορά ένιωσε κοντά του ντροπή! Πρώτη φορά κοντά του ένιωσε ξενιτιά.
Έκλεισε τα μάτια της, για να μην αντικρίσει αυτή του την εικόνα. Είχε σοκαριστεί κι ο ίδιος από την αντίδρασή του. Έπεσε στην αγκαλιά της.
“Μάτια μου, δεν αντέχω άλλο! Δεν αντέχω το πολύ μας. Το λίγο σε αδικεί. Το λίγο σκοτώνει και σκοτώνεται. Εσύ είσαι το άπειρο, το αιώνιο… Έχεις τόση αγάπη που δύσκολα κάποιος πιστεύει πως είσαι αληθινή. Εγώ ανάξιος να στην επιστρέψω. Ανάξιος να αγαπήσω και να αγαπηθώ. Σου αφέθηκα!
Σαν μαγεμένος ζω από σένα και για σένα! Δεν υπάρχω πια. Δεν είμαι εγώ. Είμαι άλλος. Με τρομάζω. Δεν με αναγνωρίζω. Είμαι εσύ, μόνο εσύ. Δεν ξέρω αν ήθελα να μου συμβεί. Δεν έχω να δώσω όσα εσύ! Το πάλεψα. Μα δεν μπορώ, δεν το αντέχω! Είναι αυτό που λένε στις ταινίες:
“Είναι πέρα και πάνω από μένα, είμαστε το όνειρο, η ευχή! Πώς να το κρατήσω;”
Του απάντησε ήρεμα, σιγανά:
“Πώς να ταχτοποιηθεί η ψυχή μας αγάπη μου; Ένα τόσο δα μέρος να χωρέσει τον έρωτα, το πάθος, την χαρά, το άγγιγμα, το χάδι, τον στεναγμό, τα λάθη, την υπερβολή, την τρέλα, το απόλυτο εσύ, τα πάντα και καθετί εσύ… Ούτε εγώ είμαι άξια. Ούτε εγώ ξέρω να αγαπώ όπως πιστεύεις. Μόνο στην Αγάπη ελπίζω να με μάθει. Με αγγίζει και την αφήνω να με οδηγήσει. Σε σένα! Γιατί θέλω να σ’ αγαπώ! Είμαι αποφασισμένη να σ’ αγαπώ! Θυμάσαι; Εσύ μ’ έμαθες! Γιατί δειλιάζεις χαρά μου; Εσύ μ’ έμαθες! Πώς και πότε θα ξαναζήσουμε έτσι, όπως μαζί; Με ποιους; Με άλλους; Υπάρχουν άλλοι έξω από μας;”
“Δεν αντέχω το λίγο μου, τον κόπο της αγάπης, την ακρότητα του πόθου μας, τη μετάλλαξή μου, τη σκέψη της ασφαλούς λογικής μου”
“Ίσως ούτε εγώ. Μα πώς θα ξημερώσει αύριο χωρίς εσένα; Πώς θα υπάρξω χωρίς εσένα; Πώς θα αγαπιόμαστε και θα είμαστε χώρια;”
“Όπως ξυπνάς μια μέρα και δεν ζεις πια. Όπως χωρίζεται η ψυχή από το σώμα. Τι σημαίνει, πως χθες δεν ζούσες, πως δεν υπήρξες;”
“Υπήρχες! Όμως η ψυχή συνεχίζει αιώνια, ενώ το σώμα πεθαίνει. Ένας από τους δυο, με κάποιο τρόπο πεθαίνει”
“Αχ Ζωγραφιά μου, είναι πετυχημένος ο έρωτας; Νικάει; Οι αληθινά, βαθιά, παράφορα ερωτευμένοι ζουν μαζί; Δεν αντέχουν μαζί. «Σκοτώνονται δίπλα στα αγέννητα παιδιά τους» ,θυμάσαι το ποίημα που σου διάβαζα;”
Άρχισε να κλαίει. Τούτη η αδυναμία του ήταν η δύναμή του. Μα δεν το ‘ξερε! Έπεσε στο στήθος της και αφέθηκε να το ποτίσει με τη μεγαλύτερη αλήθεια του.
“Αν μ’ αγαπούσες αληθινά δεν θα δείλιαζες. Θα γινόσουν το χρυσό δαχτυλίδι της ένωσής μας, όχι στάχτη. Εσύ το έλεγες! Γίνεσαι σκληρός, με σένα, με μένα, με μας! Εγώ σ’ αγαπώ κ’ σ’ ελευθερώνω. Φεύγε και σώζου λοιπόν. Στην αγάπη δεν υπάρχει τέλος, μόνο αρχή. Δεν χάνεις τον άλλο. Ακόμα κι αν σου λείπει, επειδή τον αγαπάς και τον λαχταράς, είναι εδώ! Κι εσύ κοντά του, μαζί του. Πάντα!”
Στην ουσία του δεν άντεχε να φύγει.
“Που να πάω;” Της ψέλλισε.
“Δεν υπάρχει τίποτα χωρίς εσένα!”.
Σε λίγα λεπτά την φιλούσε με πάθος και φόβο θανάτου…
Μετά από αυτά, τίποτα δεν είχε αλλάξει και τίποτα δεν ήταν όπως παλιά. Ακολούθησε μια περίοδος, που φοβούνταν να πουν το παραμικρό συναίσθημα ο ένας στον άλλον.
Ένα ήταν σίγουρο. Δεν άντεχαν να πράξουν τα λόγια τους. Να ακολουθήσουν διαφορετικούς δρόμους. Να ζει ο ένας χωρίς τον άλλον. Αδύνατον!
Σε λίγο καιρό, όλα έδειχναν πως είχε ξεχαστεί εκείνη η κουβέντα στο αμάξι. Ζούσαν πάλι παράφορα, χωρίς μέτρα, χωρίς φόβους και φοβίες, χωρίς δειλία και αγωνία λογικής ασφάλειας.
Τα Χριστούγεννα γιόρτασαν μαζί. Όμως μετά την Πρωτοχρονιά, ο Μιχάλης πήγε ένα ταξίδι με συγγενείς και φίλους. Ανδροπαρέα κυρίως. Η Ζωγραφιά έμεινε πίσω.
Όταν γύρισε ήταν πια πραγματικά άλλος. Δειλός και ταυτόχρονα δυνατά αποφασισμένος να φύγει μακριά της. Προσπάθησε να της το δείξει σιγά – σιγά. Να μην την πονέσει πολύ. Μα η γυναικεία διαίσθηση δεν ξεγελιέται. Ένα κρύο βράδυ του Γενάρη, της το είπε καθαρά πως θέλει να χωρίσουν. Πιο σκληρός, πιο σίγουρος από ποτέ γι’ αυτά που έλεγε.
Της είπε πως σκέφτηκε καλά. Πως θα ήταν καλύτερα μόνος του! Πως δεν υπάρχει γιατί! Δεν εξηγούνται όλα. Δεν μπορείς να απαντάς πάντα!
Η Ζωγραφιά αρχικά θύμωσε. Ζητούσε εξηγήσεις. Του φώναζε πως είναι άδικος. Πως δεν μπορούσε να μην μοιραστεί τις σκέψεις του μαζί της. Να μην μάθει ποτέ το γιατί… Δεν της το απάντησε ποτέ!
Κι αφού δεν της απαντούσε, άρχισε να μαζεύει και να του ζητά τα πράγματά της που είχε στο σπίτι του. Εκεί λίγο δυσκολεύτηκε. Κλονίστηκε. Μα ήταν αποφασισμένος και της τα έδωσε όλα. Την ώρα που ήταν στην πόρτα να φύγει, η Ζωγραφιά λύγισε. Άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Δυνατά. Να βγαίνουν κραυγές και αναφιλητά.
Ο Μιχάλης τρόμαξε. Ήταν έτοιμη να λιποθυμήσει. Την είχε στην αγκαλιά του και εκείνη σπάραζε σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό. Αδύνατον να την ηρεμήσει.
Αδύνατον να σταματήσει να κλαίει. Μέσα σ’ αυτή της την κατάσταση, επέμενε να φύγει. Ο Μιχάλης φοβόταν πολύ. Πώς θα οδηγούσε;
Ανένδοτη να μείνει. Τη συνόδεψε μέχρι το αυτοκίνητο. Δεν έπαψε λεπτό να κλαίει. Στιγμή δεν ηρέμησε.
Πώς έφθασε σπίτι ένας Θεός το ξέρει. Της τηλεφωνούσε συνεχώς. Και το ίδιο βράδυ και την επομένη. Είχε αρρωστήσει από τα κλάματα. Τα μάτια της δεν άνοιγαν και φωνή δεν έβγαινε από το στόμα της.
Της έστειλε μια σοκολάτα και δυο παρήγορα λόγια γραμμένα με τη γνωστή δική του λογοτεχνική και παραμυθένια μορφή.
“Βαθιά στο δάσος έχω έναν φίλο! Ένα μεγάλο δέντρο με μια ζεστή αγκαλιά για τις “ύπουλες” στιγμές του αθώου πόνου. Τέτοιες στιγμές συναντιόμαστε. Ξαπλώνω στην ρίζα του, εκεί που ο σπόρος θάβεται αναμένοντας τον πόνο, τον πόνο της λύτρωσης που θα συνθλίψει το είναι του, μα που είναι ο μόνος δρόμος για το φως! Η μόνη του ευκαιρία για να αγγίξει τον ουράνιο θόλο για το ταξίδι προς τον ουρανό, είναι το φως. Με αυτόν τον τρόπο ερωτεύονται τα δέντρα. Βγαίνουν από τον εαυτό τους, πηγαίνουν ψηλά και από εκεί πάνω βλέπουν καλύτερα, πιο ώριμα! Την κατάλληλη στιγμή ρίχνουν τον δικό τους πλέον σπόρο ξανά στη Γη γνωρίζοντας όλο τον πόνο που τον περιμένει για να φθάσει στο φως! Τι τα σπρώχνει να το κάνουν, παρόλο που ξέρουν; Μα το ίδιο το φως! Ο πόνος είναι η σφραγίδα του ουρανού στη Γη! Ο πόνος δεν θα έχει πια εξουσία πάνω σου!
Αναπλάθει τα πνευματικά σου μάτια και τα κάνει ικανά να δεχτούν και να αντικρίσουν το φως που περιδιαβαίνει ανέπαφο τον κόσμο της επαφής και τον μεταμορφώνει διαρκώς, τον αναδημιουργεί. Δείχνοντας αυτή την σφραγίδα ελευθερώνεσαι και μπορείς να δεις πως ο ουρανός που ονειρεύεσαι να πας είναι εδώ στη Γη! Τα μακρινά αστέρια και η πανσέληνος αναζητούν το φως! Ονειρεύονται αυτόν τον ουρανό! Μα… ο ουρανός τους είσαι εσύ, εδώ, η Γη! Η Γη γίνεται ουρανός τους! Εκείνη είναι το αστέρι που ομορφαίνει τον δικό τους ορίζοντα! Αγάπησε, τον Άγιο πόνο! Που σε φέρνει και σε κρατά εδώ για να τον κάνεις αγάπη και να τον θάψεις στη Γη, για να γίνει ο πόνος πια δέντρο της αγάπης… αυτού του φίλου σου βαθιά στο δάσος… Ξέρεις αυτό το δέντρο μου θυμίζει τον πόνο… όσο κι αν σβήσουν οι αναμνήσεις μου, ακόμη κι αν ο εγκέφαλός μου παραλύσει ή αρνηθεί να κάνει την λογική, αλήθεια θα μένει πάντα μέσα μου αυτός. Το άρωμά του είναι το μόνο που μπορείς να αντιλαμβάνεσαι σε όποια κατάσταση και αν βρίσκεσαι! Κι ακόμα σκέψου, όσο κι αν δειλιάζεις και φοβάσαι να δεις είναι το μεγαλύτερο μέρος της ζωής σου μέχρι και το τέλος! Αγάπησέ τον και ζήτησέ τον για χάρη των άλλων! Πάρ’ τον από τους άλλους. Κλέψ’ τον και θάψ’ τον μέσα σου! Τότε θα γίνεις Γη κι ο πόνος θα ‘ναι σπόρος από τον οποίο θα βλαστήσει και θα καρπίσει το δέντρο της αγάπης! Τότε θα τα καταλάβεις όλα!
Πέρασαν μέρες. Πάλι δεν άντεξαν μακριά. Τσακισμένοι και διαφορετικοί, αλλά μαζί. Όχι από ανασφάλεια, ούτε από άρρωστο έρωτα, αδυναμία, συμπλεγματικότητα, νεύρωση.
Από μια βαθιά αγάπη. Συγγενική. Οι ρόλοι τους αδιευκρίνιστοι. Το πάθος πια ισορροπημένο και οι ερωτικές κινήσεις τους μετρημένες, ίσως φοβισμένες. Αυτό που τους δένει δεν έχει ταυτότητα. Κανείς στον περίγυρό τους δεν ξέρει πως αυτοί οι δύο είναι ζευγάρι. Ή μήπως ότι ήταν; Ή ότι θα γίνουν;
Η αγάπη είναι ελεύθερη, αναρχική! Σίγουρα αγαπιούνται βαθιά! Τους κρατά αδιευκρίνιστους η λογική, ο φόβος, η δειλία, ο πανικός, τα λόγια κάποιου τρίτου, ο χώρος, ο χρόνος, όσα δεν έχουν, δεν αντέχουν ή δεν μπορούν;
Τι σημασία έχει;
Η ουσία είναι πως αγαπιούνται. Γι’ αυτό αντέχουν!
Όλες οι διηγήσεις, οι ταινίες, τα βιβλία ακόμα και οι προσωπικές μας ιστορίες έχουν ένα τέλος. Καλό ή κακό. Χαρούμενο ή πονεμένο. Ένα τέλος που πάντα φέρνει μια καινούργια αρχή.
Μα τούτη η ιστορία δεν έχει τέλος! Δεν ξέρω τι θα ζήσουν, τι θα καταφέρουν, τι θα αφήσουν! Όσο καλά κι αν τους γνωρίζω δεν μπορώ να μαντέψω, ούτε και να φανταστώ.
Όταν το σκέφτομαι απλά οραματίζομαι αυτό που θα ‘θελα να γίνει γι’ αυτούς τους δυο!
Αυτό να κάνετε και εσείς! Μαντέψτε μόνοι σας το μέλλον τους! Δώστε τους όποιο τέλος εσείς θα θέλατε. Λαμβάνοντας υπόψιν σας πως σίγουρα αγαπιούνται πολύ!
Κι ας υποκλιθούμε σ’ όλα τα γιατί που ειπώθηκαν στη Γη και δεν απαντήθηκαν ποτέ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου