Κυριακή, 1 Μαρτίου 2009
My Immortal .....
Δεν ήξερε αν έπρεπε να μείνει ή να φύγει.
Τα πόδια της έμεναν ακίνητα μα η καρδιά της ήθελε να τρέξει μέσα στο σκοτάδι.
Να ακούσει τα βήματα της πάνω στους δρόμους
και την λαχανιασμένη της ανάσα να γεμίζει την νύχτα ήχους...
Δεν το έκανε.
Μαρμαρωμένη έστεκε εκεί...
Να τον κοιτάζει και να προσπαθεί να καταλάβει τι έλεγαν τα λόγια του.
Τον κοίταζε χωρίς να τον βλέπει.
Τον άκουγε χωρίς να μπορεί να τον ακούσει...
Δεν ήξερε τι φοβόταν περισσότερο.
Την νέα αρχή,
τον εαυτό της,
την μοναξιά της που έστεκε δίπλα της και της ψιθύριζε δειλά.
Της έλεγε "όχι".
Της φώναζε "μη".
Είχε καιρό να ακούσει τους χτύπους μιας καρδιάς.
Μιας καρδιάς που της έλεγε "είμαι εδώ για σένα".
Και η δική του καρδιά το έλεγε με κάθε της χτύπο μα....
Δεν ήθελε ...δεν ήθελε να είναι κανείς εδώ για εκείνη...
Ήθελε εκείνη να είναι εκεί για κάποιον μα όχι έτσι....
Μισά,
Υποκατάστατα,
Με αποστάσεις,
Με διαδρομές που δεν μπορεί να ακολουθήσει....
Εκείνος γέρνει ...μειώνει την απόσταση ανάμεσα τους...
Τα πόδια της μουδιασμένα,
τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν,
η αναπνοή της έγινε γοργή...
Ήξερε τι ήθελε μα περισσότερο ήξερε τι δεν ήθελε...
Χαμηλώνει τα μάτια ...
Γυρίζει το βλέμμα...
Ξημερώματα Σαββάτου κι εκείνη βαδίζει μόνη στα στενά δρομάκια μιας πόλης
που όλα δίπλα της φωνάζουν...
Λάθη και σωστά τρέχουν γύρω της
Κάνουν κύκλους μέσα στο μυαλό της.
Άραγε έρχεται κάποια στιγμή στην ζωή του ανθρώπου
που ξέρει τι γίνεται μέσα του;
Που όλα είναι ταχτοποιημένα,
οι ερωτήσεις ξεκάθαρες,
οι απαντήσεις δοσμένες
οι κρίσεις εύκολες να ξεπεραστούν;
Δεν είναι η ζωή που σου τα ζητάει,
Εσύ...
Εσύ είσαι που ζητάς.
Ζητάς μα τα θέλεις χάρισμα.
Και χαρίσματα δεν υπάρχουν...
Ήξερε καλά από τι υλικά ήταν καμωμένη,
μα στάλα δεν γνώριζε για όσα πάνω της είχανε γράψει,
είχανε δέσει κόμπους τις άκριες και δεν αφήναν το σκοινί να απλωθεί ...
Τα πόδια της έμεναν ακίνητα μα η καρδιά της ήθελε να τρέξει μέσα στο σκοτάδι.
Να ακούσει τα βήματα της πάνω στους δρόμους
και την λαχανιασμένη της ανάσα να γεμίζει την νύχτα ήχους...
Δεν το έκανε.
Μαρμαρωμένη έστεκε εκεί...
Να τον κοιτάζει και να προσπαθεί να καταλάβει τι έλεγαν τα λόγια του.
Τον κοίταζε χωρίς να τον βλέπει.
Τον άκουγε χωρίς να μπορεί να τον ακούσει...
Δεν ήξερε τι φοβόταν περισσότερο.
Την νέα αρχή,
τον εαυτό της,
την μοναξιά της που έστεκε δίπλα της και της ψιθύριζε δειλά.
Της έλεγε "όχι".
Της φώναζε "μη".
Είχε καιρό να ακούσει τους χτύπους μιας καρδιάς.
Μιας καρδιάς που της έλεγε "είμαι εδώ για σένα".
Και η δική του καρδιά το έλεγε με κάθε της χτύπο μα....
Δεν ήθελε ...δεν ήθελε να είναι κανείς εδώ για εκείνη...
Ήθελε εκείνη να είναι εκεί για κάποιον μα όχι έτσι....
Μισά,
Υποκατάστατα,
Με αποστάσεις,
Με διαδρομές που δεν μπορεί να ακολουθήσει....
Εκείνος γέρνει ...μειώνει την απόσταση ανάμεσα τους...
Τα πόδια της μουδιασμένα,
τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν,
η αναπνοή της έγινε γοργή...
Ήξερε τι ήθελε μα περισσότερο ήξερε τι δεν ήθελε...
Χαμηλώνει τα μάτια ...
Γυρίζει το βλέμμα...
Ξημερώματα Σαββάτου κι εκείνη βαδίζει μόνη στα στενά δρομάκια μιας πόλης
που όλα δίπλα της φωνάζουν...
Λάθη και σωστά τρέχουν γύρω της
Κάνουν κύκλους μέσα στο μυαλό της.
Άραγε έρχεται κάποια στιγμή στην ζωή του ανθρώπου
που ξέρει τι γίνεται μέσα του;
Που όλα είναι ταχτοποιημένα,
οι ερωτήσεις ξεκάθαρες,
οι απαντήσεις δοσμένες
οι κρίσεις εύκολες να ξεπεραστούν;
Δεν είναι η ζωή που σου τα ζητάει,
Εσύ...
Εσύ είσαι που ζητάς.
Ζητάς μα τα θέλεις χάρισμα.
Και χαρίσματα δεν υπάρχουν...
Ήξερε καλά από τι υλικά ήταν καμωμένη,
μα στάλα δεν γνώριζε για όσα πάνω της είχανε γράψει,
είχανε δέσει κόμπους τις άκριες και δεν αφήναν το σκοινί να απλωθεί ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου