Ελάνθανε, από την Κική Δημουλά
Ότι ήμουνα ένας άνθρωπος
που όλο με σκυμμένο το κεφάλι

με περπατάγανε οι δρόμοι,
αυτό πράχθηκε φανερά σας.

Σας το αφήνω. Απάνω του λοιπόν,
αποκεφαλίστε το,
μοιράστε το σ’ όλες υποτιμήσεις θέλετε
-πως γην και ύδωρ έδωσα σε φόβους
και σήκωσε κεφάλι η ηττοπάθεια-,

ρίξτε το ολόκληρο
σ’ όσες αδιαφορίες σας κι άλλο πεινάνε,
πετάξτε το σε δυο παλιογραμμούλες τύμβο.

Όμως πώς σκύβοντας
ατένιζα ουρανό,
αυτό δεν θα τ’ αγγίξετε.

Επράχθηκε κρυφά σας,
το έκρυψα καλά
στην ασφαλή του κεφαλιού μου
τη λιμοκτόνα στάση.

Σκύβοντας ουρανό ατένιζα.
Που έφτιαξα από πτώσεις.
Μαζεύοντας σπυρί-σπυρί
ό,τι δεν αφομοίωνε το ύφος.

Έζησα,
τεντωμένο δίχτυ από κάτω,
να συγκρατώ, να περισώζω
λογής-λογής διάττοντες αυτοκτόνους,
τα φωτεινά τους υπολείμματα,
εκεί που όλο και χάνει ύψος,
όλο και πιο πολύ αποχρυσώνεται
της μολυβιάς τους η κραυγή
και λυπηρά απολεπταίνει η αιχμή
της εξαφάνισής τους.

Έζησα,
τεντωμένο δίχτυ από κάτω,
να σώζω λυπηρότητες,
κραυγών αποχρυσώσεις,
αιχμών τα φωτεινά υπολείμματα,
εξαφανίσεων αιχμές.

Έζησα,
συνταιριάζοντας τις πτώσεις
με τις παράταιρες αιτίες τους,
για να μην πάει χαμένο το χαμένό.
Αυτό δεν θα τ’ αγγίξετε.

Είναι από εύφλεκτο εγώ,
θα με τινάξει όλη στον αέρα σας.