Ήρθες μια ώρα που δεν έπρεπε
Ήταν η ώρα του θανάτου
Οι φίλοι γύρω μας βουβοί.
Μόνον η μάνα ούρλιαζε σαν ύαινα
που της αρπάξαν το μωρό της.
Δίπλα ο άνδρας, ο αδελφός, η αδελφή
Φιγούρες ασήμαντες μπροστά στο μέγεθος της μάνας.
Μπήκες στο σπίτι και πλησίασες κοντά.
Από μικρός έδειχνες θαρραλέος.
Ακούμπησες το παγωμένο μέτωπο της φίλης σου
και προς στιγμήν νόμισες ότι συνετελέσθη θαύμα.
Ήταν όμως απλώς η ιδέα σου.
Αυτή η αντρίκια επιθυμία
να βλέπεις τα πράγματα όπως θα ‘θελες να είναι.
Σε κοίταξα
Δεν ένοιωσα ζήλια μέσα μου
Πώς να ζηλέψεις μια νεκρή;
Θα ήταν τρέλα ακόμη και να το σκεφτείς.
Ένοιωσα όμως το κενό
που νοιώθει πάντα ο άλλος.
Αυτός που’ ρχεται δεύτερος και τρίτος,
Και δε λογιέται πως έτσι είναι η μοίρα των ανθρώπων:
ο ένας πίσω απ’ τον άλλον ως το τέλος.
Καμιά φορά το τέλος έρχεται νωρίς
σαν αυτήν εδώ την κοπέλα, την κοπελιά σου.
Κι οι συστοιχίες αλλάζουν
για να αφήσουν στον τρίτο να δοκιμάσει τις δυνάμεις του.
Ο τρίτος τώρα είμαι εγώ. Στέκομαι απέναντι σου,
στο νεκρικό δωμάτιο και ελπίζω για σένα, για μας,
τη στιγμή που οι κραυγές της μάνας ξεσκίζουν ουρανό και Γη.
Ανθρώπινη νομοτέλεια κι αυτή!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου