Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ - ΠΟΙΗΜΑΤΑ



Η Χαρά

Είναι ώρα, στιγμή Παραδείσου,
ότε φάσματα παύουν θολά,
και τα πάντα θεάται καλά
η ψυχή σου.

Φεύγει τότε ο νους και η κρίσις.
Η καρδία γλυκύθυμος ζει,
και μ' αυτήν εορτάζει μαζί
όλ' η φύσις.

Πλημμυρίς αισθημάτων ωραίων.
Αναπάλλει το στήθος γλυκύ,
και καλείσαι και είσαι εκεί
ανακρέων.

Η νεότης λαμπρά σε ποτίζει
θείον νέκταρ αφάτου χαράς,
και των πόθων ευώδης βορράς
παιανίζει.

Η ψυχή αναλύετ' εις μύρον.
Και θανάτους, θεούς λησμονείς,
και μεθύσκεις εντός ηδονής
ως ονείρων.

Πλην πριν έτι καλώς εννοήσω
ότι έχαιρον, φεύγ' η χαρά!
Φευ! Καθώς αστραπή τις περά...
Πώς θα ζήσω;

Η χαρά μας εδώ η βραχεία
αντανάκλασις είναι αυτής,
ην συ άνω, Θεέ μου, κρατείς;
Φαντασία...

Την χαράν θεωρώ ειρωνείαν.
Μετά μέλιτος γεύσιν πολλήν,
τα λοιπά ανευρίσκεις χολήν
και ανίαν.

Αττικαί Νύκτες
                                                              

1. Ερρέτω γερόντων η φιλοσοφία,
ερρέτω μελέτη και πλάτος σπουδής!
Αλήθεια μόνη ―γυνή ευειδής―
τα άλλα, βλακεία.

2. Είναι τυφλή η μοίρα μας, γριά ξεμωραμένη,
χώνει στη γη το σμάραγδο, στη νύχτα άστρα ραίνει,
στον ξηραμένο πλάτανο πλέκει κισσού κλωνάρια,
στολίζει και το θάνατο με νιες και παλληκάρια!

3. Άλλα έθνη εν τη ειρήνη ηδυνήθησαν να ετοιμασθώσι και ενοπλισθώσιν· η Ελλάς μόνον εν τοις κινδύνοις και τη επιστάση αμέσω ανάγκη γίνεται κολοσσιαία. Είναι τούτο στέρησις βαθέος νοός, νοός τηλεσκόπου, είναι φύσις νωχελής και απρακτούσα μεθ’ όλας του λογικού τας υπαγορεύσεις;... Η αληθής ζωή παρ’ ημίν είναι μόνος ο ενθουσιασμός!

4. Η νηπιότης... δέλεαρ γλυκύ και πλάνον είναι,
μέλι προσχρίον άνωθεν του βίου τον κρατήρα,
όθεν αντλούνται έπειτα ψεύδη, κλαυθμοί, οδύναι.

5. Τον άγγελον κοιμώμενον, ω μήτερ, μη εγγίζης,
αλλ’ άφες το να κοιμηθή στιγμάς χρυσής γαλήνης.
Αχ! πόσον ανεκτίμητος η ώρα, δεν γνωρίζεις,
όταν κοιμάται το μικρόν εις ύπνον ευφροσύνης!

6. Η μνήμη, μνήμα ανοικτόν, τον νουν οπίσω τρέπει,
η λήθη είναι η ζωή· εμπρός η λήθη βλέπει.

7. Ναι, είναι τάφος της ψυχής το έγκλειστον βιβλίον,
ιδέας, πόθους, ψάλματα του γράψαντος εκάστου
ως κόκκαλα εγκλείον·

8. Τρέχει ο χρόνος· άτεγκτος το παν καταδαμάζει,
και ρίπτει Ναπολέοντας, και έθνη κατατρώγει,
και φθείρει, θάπτει, σφάζει·
πλην γόνυ κλίνει ευσεβές ένθα γραπτοί οι λόγοι.
Δεν φθείρεται, δεν σβήνει
ό,τ’ η ψυχή αθάνατος επί του χάρτου χύνει!

9. Σκηνή απάτης, γόητρον ο κόσμος και η φύσις·
αλλ’ η μαγεία λύεται τον κόσμον αν εγγίσης.
Είναι οι πόθοι του θνητού χρυσά του μύθου μήλα·
τα θίγεις; Καταρρέουσιν ως φθινοπώρου φύλλα.

10. Από της Ανατολής εχύθησαν επί του κόσμου τούτου δύο μέγιστοι χείμαρροι φωτός: ο Ήλιος κι η Ελλάς. Ο είς έδωκε και φέρει το φως εις την γην, εις την ψυχήν ο άλλος.

11. Η εργασία... της ζωής παραμυθία μόνη!
Όταν του κόπου ο ιδρώς το σώμα περιβρέχη,
του βίου άγιον λουτρόν, τον βίον βαλσαμώνει
και λησμονείς οίον η γη μοιραίον δρόμον τρέχει.

12. Ως θερμός εραστής ερωμένην
μετά χρόνον πολύ απαντά,
την Ακρόπολιν εγειρομένην
αναβλέπει καθείς και σκιρτά.

Χιονώδης αυτή και μεγάλη
μειδιά εις τον Φοίβον χυτόν
και φιλούνται ενάμιλλα κάλλη
δύο έργων, Θεού και θνητών.

13. Ό,τι η ψυχή αισθάνεται και βλέπει η καρδία
δεν λέγει η ανθρώπινος και μικρολόγος γλώσσα·
ουδέποτε η γλώσσα μας θα εναρθρώση όσα
καλύπτει η απέραντος του στήθους μας σκοτία.
Είν’ η ψυχή ωκεανός, και εις αυτής τα βάθη
ω! πόσα, πόσ’ ανώνυμα περιδινούνται πάθη!

14. Ο ποιητής αποκαλύπτει νέον και άγνωστον κόσμον. Διά τούτο, αν δεν εννοήται, δίκαιον και ευγενές είναι να μην υβρίζηται. Οι στίχοι της ποιήσεως είναι βόμβαι πυριστεφείς, φερόμεναι εις τοσούτον απώτατα του μέλλοντος σημεία, ώστε πολλάκις μετά αιώνας φθάνει εκεί, οιονεί υποσκάζουσα, η δειλή ανθρωπότης...

15. Ομοιάζουσιν οι ποιηταί πρώτοι την κηρίνην λαμπάδα, ήτις, απαλώς τους άλλους φωτίζουσα, αυτή σκληρώς καίεται και αναλίσκεται...



Σπυρίδων Βασιλειάδης
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο Σπυρίδων Βασιλειάδης (Πάτρα, 1845 - Αθήνα, 1877) ήταν ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε δικηγόρος αλλά αφοσιώθηκε στα γράμματα. Έγραψε πολλά βιβλία ποιήματα και θεατρικά έργα πολλά από τα οποία μεταφράστηκαν στα γαλλικά. Ήταν ιδρυτικό μέλος του Φιλολογικού συλλόγου "Παρνασσός". Πέθανε σε πολύ νεαρή ηλικία από φυματίωση.

Συγραφικό έργο

ποήματα:

Εικόνες και κύματα
Έπεα πτερόεντα
Θεατρικά έργα:
Έγαμος ή Αυτόχειρ
Αμάλθεια
Σεμέλη
Γαλάτεια
Σκύλλα
Θάνη Κλεισθένη
Χίμμαιρα
Οι Καλλέργαι -Λουκάς Νοταράς :δραματικά δοκίμια /Σ. Ν. Βασιλειάδη. Δικηγόρου πάρεργα. Εν Αθήναις :Τυπογραφία Δ. Κτενά και Σ. Οικονόμου, 1869[1]

Παραπομπές


Η μοσχομάγκα των Αθηνών

ν μ' στέρησεν μορα πλούτη, δόξα, μεγαλεα,
ν κοιμομαι, σν πουλάκι, σ γωνιας κα σ κλαδιά,
Τν Πατρίδα χω μάννα, νειρό μου τν νδρεία,
Κ' νθυμήσου τι χω δελφό μου τν Γραβι!
      Σν κενος ς πεθάνω,
Κα ς πέσω πληγωμένος στ τραγοδί μου πάνω.

που φόβος, που κρότος, που ταραχ κα μάχη,
κε πρτος, πρτος τρέχω μ σπαθί μου τ φωνή,
Ζωνταν ντάρτου σφαρα, προκηρύξεως τεμάχι,
Κα βουΐζω - Κάτω στις τν Παρτίδα τυραννε! -
      θωνά μου, πο να σαι;
Ες τν Πειραι τ «Ζήτω Πατρίς μου» νθυμεσαι;

Μάννα φο δν χω, μάννα τν Πατρίδα χω μόνη,
Πλούτη, δόξα κα χαρά μου μόνη τν λευθεριά˙
Τίποτε δν θέλω λλο, τίποτε δν μ θαμπώνει,
λλθελα ν εχα μι μητέρα, μι γρά…
      Πά! γι τν λευθερία
Κ' σφυρίχτρα μου ς πάγ, μόνη μου περιουσία!

νθυμομαι τας μέραις πο βρόντα τ κανόνι,
Ες τος δρόμους περπατοσα, πηδητς σ Σατανς,
Κα δν βλεπα κανένα - καθες βαθει τρυπώνει -
Κ' μουν ρχων τς θήνας κα ψυχ τς ρημις.
      Ες τ σπίτι του ποκάτω
Μ' κουεν σκλαβωμένος πλούσιος κα καταρτο.

Δν μ μέλει· ς μο λθ ,τ' μορα χει γράψει·
Ετε νεμος μ πάρ, ετε πέσω πρ Πατρίς,
Δν χηρεύ' σύζυγός μου, τ παιδί μου δν θ κλάψ.
λλ πέρασα κα πάω που πν κ' ο λλοι τρες!
      Θάψετέ μ' κε παρέκει,
Χωρς πλάκα για ν' κούω μουσικ κα τ τουφέκι.

Πέρασαν κεν' ο χρόνοι τς κρυφς συνωμοσίας,
Πο πετοσα σν σπίθα που κόσμος κα καρδι
Μ προκήρυξι στ χέρι, μ τραγούδια νταρσίας,
Κα τος γέρους ξυπνομε τ τρελλ μες παιδιά…
      Αταπάρνησις κα μόνη
Μετ τόσα βάσανά μου σήμερα μ στεφανώνει!

φο γινεν γάμος, κι' γαμβρς κ' νύφη πνε,
Φθάνουν ο παναστάτες, φουκαράδες φοβεροί,
Κι' θεόφοβα γυμνώνουν… Κα πς, ρθανε ν φνε;
Δν τ γνώριζα κα τοτο πλήν μο τπαν ο καιροί.
      Μ' ληθ φιλοπατρία
Δν ζητήσαμ' μες μόνοι μισθούς, θέσεις, πουργεα!

Πλν λλ' μως κα τ θνος νέα κοψε βραβεα,
Δείγματα εγνωμοσύνης ες τ τέκνα του μς,
Κα τ στήθη μας στολίζει… χ! πικρ παρηγορία!
Μς νόμασε πριγκίπους δίχως πλούτη κα τιμάς.
      Σπόννεκ, Βούλγαρης καλεσαι,
Κα ν τούτοις ες τν κόσμο φουκαρς κα μάγκας εσαι.

δελφέ μου, Βορε, λέγω χθς το φίλου μου Μανώλη,
Στν λλάδα βλέπεις πάλε λθε νέος βασιλης,
Κ' συχία, νόμος, τάξι. Ρόδα γίναν ο διαβόλοι,
Κα μες γκάθια μόνοι μείναμε τριανταφυλλις˙
      Κα χωρς παρ στν τσέπη
Ν' ποθάνωμ' π τέλους βλέπω, φίλε, τι πρέπει.

Δι τατα, κα διότι πρέπει λίγο ν φανομε,
πεφάσισα ν γίνω βουλευτς ες τν θήνα.
Πς σο φαίνεται; - Τρομάρα! κα ες λα συμφωνομε.
λλ πές μου, πές μου, φίλε, πς περνς κα π πενα;
      - Μρε πέθανα! - Α, στάσου,
Κα τν πενα, καθς λλοι, κήρυξε ς πρόγραμμά σου.

- Μετανόησα!… Δν θέλω, δν προδίδω τν Πατρίδα!
Κα πετσι τραγδοντες˙ «Ες τ δρόμο, στ κλαδιά,
Τν Πατρίδα χω μάννα, νειρό μου τν λπίδα,
Κα θυμήσου τι χω δελφό μου τν Γραβι!
      Σν κενον ς πεθάνω,
Κα ς πέσω σκοτωμένος στο τραγοδί μου πάνω».

Το σχολείον του χωρίου

                               Ι.
Συναυλία τις μ φθάνει, ρμονία γλυκυτάτη…
Κεφαλς παιδίων βλέπω, βλέπω οκημα σχολείου…
Τς μάξης σου τν δρόμον, γαθέ μου φίλε, κράτει˙
, μαγεύει τν ψυχήν μου τ σχολεον το χωρίου!

Συναισθάνομαι βαθείας κα γλυκείας συγκινήσεις,
ταν βλέπω τ παιδία, τάς πληθύας το σχολείου…
Μ μαγεύωμαι διότι μ' ρχονται α ναμνήσεις
Τς μικρς μου λφαβήτου κα το γνοτάτου βίου;

Εν' ατ κα μόνον; χι· που ν σς διακρίν,
ν μικρά μου μετ πόθου ψυχή μου σς θωπεύ,
Ες χρυσν λπίδων κόσμον μο ατη νθους κλίνει.
Κα δο μν θέα διατ μ μαγεύει.

                             
                               ΙΙ.
Μετ' λίγους τι χρόνους τ πτωχ ατ παιδία
Ες τν δύσζηλον γνα τς ζως θ' ποδυθσι,
λλα θέλει μειλίχως φανίσ' δυστυχία,
λλα θέλει χρυσ μορα κα νεότης στεφανώσει.

Ἐὰν σήμερον τ ράκος κα τ δάκρ' νε στολή των,
Ποος αριον γνωρίζει, κ το κύκλου των ραος
Μ φαν τις αφνης ρως, στρατηγς τν νικήτων,
Δάφνη το μικρο χωρίου, τς λλάδος λης κλέος;

Ποος αριον γνωρίζει κ τς χαρωπς πληθύος,
τις σήμερον εφώνως τακτε, σκιρτ, μανθάνει,
Μ ν αφνης νατείλ νος διάφωτος κα θεος
στρον τς καλς λλάδος, χρυσο μέλλοντος σκαπάνη;

Θάρρος, φίλοι μου˙ κόσμος ενε μορα τν κρειττόνων
Κ' ρχισαν πολλάκις οτοι τν ζωήν των ρακενδύται…
Αριον ο νδρες λοι κλίνουσι δι τν χρόνον
Κ' πατρς ατς γέτας καλε σας. τοιμασθτε!

                               ΙΙΙ.
Θεός γλυκς φρουρός της, Θες ν ελογήσ
Τν καρδίαν, τις λθεν ς γέτης το σχολείου,
Κα φωτίζει τ παιδία κα ς ρνις περιπτύσσει.
- Πς λατρεύει ψυχή μου τ σχολεον το χωρίου!




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου