Η μνήμη των γυμνών λέξεων
Πού είναι οι ποιητές;
με το βέλος και το φτερό
ξεπροβοδίζουν τα παιδιά και την πόλη
τόσες λέξεις ηλικιωμένες πολύ
κλεισμένες πίσω από
τη νύχτα
γυναίκες
Ερμιόνη, Αρσινόη, Εριώπιδα, Λάχεση, Ομφάλη
παραπλεύρως
ξέπλεκα μαλλιά
στο ντάλα σιωπής
ύστερα γίναν πάλι έμβρυα γάμπες διπλωμένες με την ψυχή και το περίσσευμα αδάκρυτο κουβάρι
ανάσα ανάσα ξημερώνει
Τα παιδιά μέσα μας
Να
μου λες για τα πουλιά και πως μυρίζουν ύπνο, τα πόδια με τις χαράδρες.
Κάπου - κάπου θα κλέβω κλωνάρι αγριελιάς, να σε ονοματίσω από την αρχή.
Έφυγε από την θέση του πλευρού το δεύτερο φεγγάρι. Ακούγεται ξυράφι
εγερτήριο, πώς ετοιμάστηκε η ώρα για του Πάνα το Λύκαιον. Θήλαζε μικρό
φτερό κι επέστρεφε τα δώρα φιλιά. Κτύπα το τεντωμένο δέρμα σε πλατιά
στεφάνη, τα χέρια με τη γύρη θ’ αναμένω. Με χαμόγελο αποστηθίζονται οι
μέρες, εκεί απ’ όπου βγαίνει η καρδιά μας. Ν’
ακούς όταν σε λούζω ήλιο περιστέρι του καιρού. Απ’ αύριο λιγοστεύει
αναμονή, ψέμα θα στέκει ο άκμονας δρόμος. Σε βλέπω ολημερίς με τα βουνά
και τις λέξεις της καμπύλης. Εσύ – εσύ που στα δάκτυλα σου κούρνιαζες
την μελωδία της μητρότητας. Να λες... το βάσανο, την αντοχή, τους στόχους, την θλιμμένη αγαπημένη, τα απαγορευτικά, τις λέξεις που δεν πρόλαβες. Εγώ θα σου μιλώ όπως την πρωτογέννητη στιγμή. ''Τα
μπαλέτα στους δρόμους. Ο έρωτας στην επόμενη γωνία. Τα σπίτια στα
δέντρα. Τα δέντρα στους δρόμους. Η ομορφιά στους δρόμους. Οι επιθυμίες
μας στους δρόμους. Η τέχνη παντού. Τα παιδιά μέσα μας''.
Αυτό που λέμε ώρες, ανήσυχα περνούν. Πάλι πονούν τα σπλάχνα. Νύχτωσε... Τράβηξα την κουρτίνα μην σε ξαφνιάσει η ωριμότητα του ήλιου ψυχή μου.
4/5/11
Μάτια νομίσματα
Εδώ
ήταν και δίπλα που τόλμησα τις ειδήσεις τα γεφύρια το λίγο χρόνο.
Έφραξα τον βήχα να μην σε ξυπνά, σκούπισα το χώμα, χώμα όρκων γερόντων,
μια χούφτα κελάρια ρέον οίνος γλυκύς. Κόκκινο απροειδοποίητο στόμα
σκόρπιο από γλώσσα κι ουρανίσκο, μόνο ουρανό κοιτούσε σύρματα κι ανάμεσα
θεός δίχως χέρια. Ένα δακρυσμένο φύλλο όπλισε κατ’ ευθείαν στο λάρυγγα.
Η γεύση της αγάπης
Σάμπως δεν γείραμε κατά το πλευρό σύννεφο
που ‘χε φωλιές και χελιδόνια
κι ως άνοιγε έξαφνα ο βοριάς νερό
ήταν που είχε λιώσει η γεύση της αγάπης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου