Καυτός Ιούλης
Χέρια
και πόδια ανοιχτά. Διάπλατα. Εικοσιτετράωρα καυτά. Πολτοποιήθηκα.
Πρέπει να φύγω από εδώ μέσα πριν πεθάνει, για δεύτερη φορά, η νεκρή
μαρκησία. Πρέπει να φύγω πριν λιώσει το σώμα. Πρέπει να φύγω από εδώ
μέσα πριν εξατμιστούν οι δρόμοι. Πριν φτιάξει ο καιρός και γυρίσω πίσω
στα επτά και κλαίω μεθυσμένη. Λες και είμαι έντεκα και γελαστή κι αθώα,
παρ’ όλα αυτά, γελαστή κι αθώα. Λες κι είμαι δώδεκα και κλαίω στο μικρό
μου κρεβάτι. Λες κι είμαι δεκάξι και κλαίω γιατί ξέρω πως ήδη είμαι
νεκρή. Εδώ είμαι πάντα. Εφτά, δώδεκα, δεκάξι, τριάντα, τριάντα τέσσερα
φτου ξελευτερία. Όταν ξαναρθώ θα είμαι σαράντα, εξήντα πέντε, ενενήντα
κι όταν ξαναρθώ θα είμαι σχεδόν εκατόν δέκα τρία και να φύγω πια δεν θα
μπορώ. Και όλα τότε θα είναι υπέροχα. Υπέροχος καιρός, τα λάθη θα είναι
υπέροχα, οι φίλοι μου θα είναι υπέροχα ζωντανοί, θα είναι όλοι ζωντανοί
κι αυτό θα είναι υπέροχο. Θα μιλάω μαζί τους με λέξεις υπέροχες και
πολλές, με σιωπές πολλές και υπέροχες. Ζέστη. Χέρια και πόδια ανοιχτά.
Διάπλατα.
Ο καιρός είναι άπνους. Ο χρόνος δεν είναι. Οι πιο άδειες μέρες ξεκινούν με κρότο. Χωρίς λάμψη. Οι
πιο άδειες μέρες ξεκινούν χαράματα. Ξεκινούν μ’ ερημιά. Με σκοτάδι οι
μέρες αρχίζουν. Κι ενώ ξέρω ότι σε λίγα λεπτά θα χαράξει και ενώ ξέρω
ότι, πάντα μετά, το φως ξεχύνεται εξακολουθώ να τρομάζω. Είναι λες και
θα έχει πάντα σκοτάδι. Για πάντα σκοτάδι. Κράσπεδο και σκοντάφτω.
Λακκούβα. Με νερό. Δίχως. Για ένα δευτερόλεπτο κόβεται η ανάσα. Τρόμος.
Σκοτάδι. Σκοντάφτω.
Ζέστη
και ενώ δεν θα έπρεπε να τρέχω, τρέχω. Τρέχω και κάνουν φασαρία,
χτυπούνε οι σκέψεις στο μυαλό στον κρόταφο στην πλάτη. Κράσπεδο
κράσπεδο κράσπεδο. Φρένο. Δεν κάνει να τρέχω. Δεν κάνει να κλαίω. Κλαίω.
Ζυγίζομαι μέσα στο σκοτάδι, μετρώ ανάσες, λαχανιάζω, το σκάω από την
πίσω πόρτα να γλυτώσω. Να γλυτώσω να γλυτώσω να γλυτώσω. Παγιδεύομαι.
Ιούλης. Καυτός σαν βάσανο. Χέρια και πόδια ανοιχτά. Διάπλατα. Λιώνω. Λιώνω που λιώνεις.
Λιώνουμε….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου