Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2013

Θραύσματα Ψυχής

Θραύσματα Ψυχής


Σχέσεις …
Τι ενώνει δύο ανθρώπους ; Η χημεία θα απαντήσετε.

Και τι είναι η χημεία ;

Είναι αυτή η μυστηριώδης ελκτική δύναμη που τους φέρνει κοντά, αυτή η “κολλώδης ταινία” που τους δένει.

Οι σχέσεις, είτε είναι σχέσεις φιλίας, είτε ερωτικές δοκιμάζονται συχνά. Και έτσι είναι το σωστό. Εκεί φαίνεται η δύναμη της “κόλλας”. Αν η κόλληση αντέξει, μετά την ένταση θα επικρατήσει η ηρεμία, η γαλήνη. Αν η απωστική δύναμη είναι ισχυρή θα συμβεί ο χωρισμός. Και συνήθως, μόλις η ένταση καταλαγιάσει, θα επιχειρηθεί η επανένωση. Θα είναι το ίδιο ισχυρή όμως με την πρώτη φορά ;

Μπορείς να κολλήσεις ένα κομμάτι σελοτέιπ στο χέρι σου.

Αν το κάνεις με προσοχή η ένωση μένει σταθερή και διατηρείται.

Μπορείς να το ξεκολλήσεις και να το κολλήσεις ξανά, αλλά η αποτελεσματικότητα δε θα ‘ναι η ίδια με την πρώτη φορά.

Μπορείς να το επαναλάβεις πολλές φορές, αλλά κάθε φορά η κόλλα θα κρατάει λιγότερο.
Ο λόγος είναι προφανής… Κάθε φορά, κομματάκια από το δέρμα σου, μικρά και αόρατα, ξεριζώνονται από το τράβηγμα.

Είναι αυτά τα μικροσκοπικά θραύσματα που εμποδίζουν την ένωση να ξαναγίνει σταθερή και διαρκής.

Είναι το σύνολο αυτών των θραυσμάτων που τελικά, μια μέρα, κάνουν την ταινία να μην κολλάει πια.

Είναι αυτά τα απολεσθέντα θραύσματα της ψυχής μας, που αν δεν τα επανακτήσουμε, δεν επιτρέπουν την επανένωση να λειτουργήσει.
Συνοδοιπόροι είμαστε με τον ίδιο προορισμό ...

Δικό μου ...

Δικό μου ...


Βλέπεις ένα όμορφο λουλούδι – ένα τριαντάφυλλο πάνω στην τριανταφυλλιά – και αμέσως πας και το κόβεις. Θέλεις να το αποκτήσεις και το σκοτώνεις ! Τώρα το βάζεις στο πέτο σου, μα είναι ένα νεκρό λουλούδι, ένα πτώμα. Δεν είναι πια όμορφο. Πως μπορεί κάτι νεκρό να είναι όμορφο ; Είναι απλώς μια ανάμνηση και σβήνει. Ήταν τόσο ζωντανό πάνω στην τριανταφυλλιά, τόσο όμορφο και τόσο ευτυχισμένο και υπήρχε χορός και τραγούδι γύρω του. Κι εσύ τα σκότωσες όλα αυτά. Τώρα κουβαλάς ένα νεκρό λουλούδι στο πέτο σου.

Αυτό κάνουμε με όλα γύρω μας. Είτε είναι ομορφιά, είτε είναι αγάπη, είτε είναι Θεός. Προσπαθώντας να τα αποκτήσουμε, τα σκοτώνουμε.

Ψάξε με

Ψάξε με


 Ίσως να μη μπορώ να γιατρέψω την καρδιά σου που υποφέρει,

 ούτε να εξαφανίσω τον φόβο σου.

Μπορώ όμως να μείνω κοντά σου, 

να σου κρατήσω το χέρι

και να περπατήσω δίπλα σου σήμερα.

Θα σ’ ακούσω προσεκτικά όταν νιώσεις την ανάγκη να μου μιλήσεις, 

θα σκουπίσω τα δάκρυά σου,

θα μοιραστώ τις ανησυχίες σου

και θα σε βοηθήσω να αντιμετωπίσεις τις φοβίες σου.



Ποτέ μη πιστέψεις ότι είσαι μόνος σου σ’ αυτόν τον κόσμο. Όταν νιώθεις απογοήτευση, χαμηλή αυτοεκτίμηση, φόβο, μοναξιά, μια αίσθηση σαν να βαδίσεις αυτό το ανηφορικό μονοπάτι μονάχος χωρίς βοήθεια, σταμάτα. Σταμάτα και κοίταξε γύρω σου. Πάντα υπάρχει κάποιος. Πάντα θα υπάρχει κάποιος. Αν όμως εσύ δε βλέπεις κανέναν, ίσως θα πρέπει να κοιτάξεις βαθύτερα. Ίσως αυτός που χρειάζεσαι να βρίσκεται ήδη μέσα σου. Ίσως αν τον ανακαλύψεις να μη ξανανιώσεις ποτέ πια σ’ αυτόν τον κόσμο, μόνος σου. 



 Συνοδοιπόροι είμαστε με τον ίδιο προορισμό...

Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2013

Όλοι οι... ΚΑΛΟΙ χωράνε.

Όλοι οι... ΚΑΛΟΙ χωράνε.


Σήμερα επιτρέψτε μου να φλυαρήσω λίγο, μια που μού λείψατε και θέλω λίγη κουβεντούλα. Είναι αλήθεια ότι έχω βρει κάτι ωραία κείμενα που σκοπεύω να ανεβάσω, αλλά καλύτερα να περιμένω λίγο να μαζευτούμε από τις… καλοκαιρινές γύρες, για να τα χαρούν κι άλλοι. Επ’ ευκαιρία λοιπόν λέω να κουβεντιάσουμε λίγο για τα… καθ’ ημάς, τα των μπλόγκερς εννοώ. Αφορμή το «θέμα» που ανέκυψε στο μπλογκ του Περίπλου.
Κατ’ αρχάς να τονίσω ότι τον Περίπλου δεν τον ξέρω, και πρώτη φορά μπήκα στο μπλογκ του τώρα, για να καταλάβω την ανάρτηση του Κωστή. Επίσης δεν έχω απολύτως καμμία επαφή ή σχέση με τους «εμπλεκομένους» (μπλογκς ή πρόσωπα) στην εκεί «συζήτηση», και επομένως καμμία απολύτως ιδέα, γνώση ή προδιάθεση γι’ αυτούς, άρα ούτε κατά διάνοια δεν έχω σκοπό να πάρω θέση επί της ουσίας της διένεξης που ξετυλίχτηκε εκεί. Τα λέω αυτά γιατί τίποτα από όσα θα ακολουθήσουν δεν αφορά προσωπικά κανέναν, αλλά αποκλειστικά και μόνο το μπλόγκινγκ καθ’ αυτό.
Το ξεκαθαρίζω από την αρχή για να μην θεωρήσει κανείς ότι θέλω να τοποθετηθώ υπέρ ή κατά οποιουδήποτε.

Στην αρχή λοιπόν ομολογώ δεν κατάλαβα τι συνέβαινε, γιατί δεν καλοπρόσεξα –άλλωστε όταν πρωτοεπισκέπτομαι ένα μπλογκ, κυρίως κοιτάζω τις αναρτήσεις του, όχι τα σχόλια, και από τις αναρτήσεις δεν έβγαινε νόημα… Χθες κάθησα και διάβασα τα σχόλια της ανάρτησης με τίτλο «παγκάκι» και… κατάλαβα. Αλλά και που κατάλαβα, τι κέρδισα; Τίποτα. Αντίθετα… λυπήθηκα! Συνειδητοποίησα ότι έχασα χρόνο –και τον χρόνο επιτρέψτε μου να τον θεωρώ πολύτιμο, γιατί υπάρχουν πάρα πολλά ενδιαφέροντα πράγματα να κάνουμε σ’ αυτόν τον κόσμο που εγώ τουλάχιστον δεν προλαβαίνω να τα κάνω μέχρι να πεθάνω, ακόμα κι αν… μακροημερεύσω… Επιπλέον αντί να απολαύσω μια καλή ανάρτηση και ενδεχομένως έναν ενδιαφέροντα και ουσιαστικό διάλογο επ’ αυτής, έγινα μάρτυς αλληλοκατηγοριών, απειλών και λοιπών δυσάρεστων πραγμάτων, των οποίων την ουσία και το περιεχόμενο ούτε κατανοούσα, ούτε με ενδιέφερε να κατανοήσω. Λυπήθηκα λοιπόν και αναρωτήθηκα αν αξίζει τον κόπο να αφιερώνουμε χρόνο και φαιά ουσία σε ένα «χόμπυ» που πολύ εύκολα μπορεί να εκφυλιστεί σε χώρο άκαρπων αντιπαραθέσεων, ευτελών συμπεριφορών, κακοηθειών κ.λ.π. Γύρισα λοιπόν στο… «σπίτι μου», το μπλογκ μου εννοώ, αποκαμωμένη και θλιμμένη και… έβαλα μουσική για να ηρεμήσω και να σκεφτώ ψύχραιμα. Νάναι καλά ένας νεοφερμένος επισκέπτης που βρήκα άμα τη επιστροφή, ο οποίος πολύ απλά και ανεπιτήδευτα μου είπε πως χάρηκε με μια μουσική μου επιλογή και ένιωσα ότι κάτι μοιράστηκα, αμέσως μετά και ο πολύ-πολύ καλός και παλιός –ο παλιότερος- μπλογκοφίλος, που επέστρεψε από τις διακοπές, με δώρα και καλωσορίσματα και ήρθα πάλι στα ίσια μου. Δόξα τω Θεώ. Γιατί ομολογώ ότι το μπλόγκινγκ το έχω αγαπήσει. Είναι ένας χώρος ζωντανός, με πολλές και διαφορετικές φωνές και πιστεύω ότι εκτός από γοητευτική, μπορεί να είναι μια ασχολία εποικοδομητική από πολλές απόψεις. Το διαδίκτυο είναι ένας χώρος που δεν μπορεί εύκολα να ποδηγετηθεί. Δίνει λοιπόν την δυνατότητα να διοχετευθούν και να κυκλοφορήσουν ανεμπόδιστα, να ανταλλαγούν, και ενδεχομένως να καρποφορήσουν, ανησυχίες, προβληματισμοί, ιδέες, γνώσεις, δημιουργικά εγχειρήματα. Εγώ δεν σας κρύβω ότι έχω μάθει πράγματα από εδώ, ενώ συνάμα έχω γνωρίσει αληθινά αξιόλογους ανθρώπους. Είναι κρίμα να το κακοποιούμε και να το αφήσουμε να εκφυλιστεί και αυτό όπως τόσα γύρω μας, που ξεκίνησαν με τις καλύτερες προθέσεις, και κατέληξαν να εκτρέφουν μικρότητες, εγωκεντρισμούς και σκοπιμότητες.

Τι μπορούμε να κάνουμε λοιπόν; Μα το προφανές. Να το προστατέψουμε. Εμείς οι ίδιοι. Γιατί άλλος δεν υπάρχει. Κι ούτε βέβαια θέλουμε κανενός είδους «έξωθεν» κανόνες.
Αν σκεφθεί με νηφαλιότητα κανείς την αναστάτωση που προέκυψε στο μπλογκ του Περίπλου, πιστεύω ότι το κύριο ζήτημα που αναδεικνύεται –πέρα από τα θέματα ουσίας με τα οποία δεν θέλω να ασχοληθώ σ’ αυτή την ανάρτηση-, είναι το ζήτημα των κανόνων συμπεριφοράς σ’ αυτό το νέο φαινόμενο που ονομάζεται μπλόγκινγκ. Γιατί, φίλοι μου, και το μπλόγκινγκ κοινωνική συμπεριφορά είναι –για να μην πω παιχνίδι, με την καλότατη όμως έννοια, μια που εν τέλει ένα παιχνίδι είναι όλα, και όσο καλύτερα παίζουμε, τόσο καλύτερα περνάμε! Αν θέλουμε λοιπόν να είναι ενδιαφέρον, αξιόλογο, να περνάμε όλοι καλά, και να μην αισθανόμαστε ότι χάνουμε την αξιοπρέπειά μας συμμετέχοντας σ’ αυτό, πρέπει να έχει τους κανόνες του. Συμπεριφορές σαν αυτές που αναπτύχθηκαν στην συγκεκριμένη ανάρτηση του Περίπλου, είναι άσχημες και δυσάρεστες. Και δεν τιμούν ούτε αυτούς που συμμετείχαν, ούτε εμάς που τις παρακολουθήσαμε. Δεν με απασχολεί διόλου, τουλάχιστον προς το παρόν, ποιος είχε δίκιο και γιατί. Δεδομένης της πλήρους άγνοιάς μου περί τα συγκεκριμένα μπλογκς, το να το ανακαλύψω αυτό θα απαιτούσε πολλαπλάσιο χρόνο, τον οποίο δεν ξέρω αν αξίζει τον κόπο να σπαταλήσω. Επειδή όμως είμαι κι εγώ σ’ αυτό το… ιδιότυπο, και αρκετά ατίθασο παιχνίδι για μεγάλους, και με αφορούν οι κανόνες του, με απασχολεί ο τρόπος που ειπώθηκαν όσα ειπώθηκαν, ο τρόπος που καθένας από τους «συνομιλητές» χειρίστηκε τον λόγο του –μη ξεχνάμε ότι το μπλόγκινγκ είναι κατά κύριο λόγο, λόγος, άρα η χρήση του έχει διαφορετική βαρύτητα από ότι στους άλλους τρόπους επικοινωνίας- και ο τρόπος που καθένας από τους συνομιλητές χειρίστηκε το «δίκιο» του, σε όποια πλευρά κι αν υπήρχε.
Ο τρόπος εν ολίγοις που εξελίχθηκε το όλο θέμα και έφτασε εκεί που έφτασε.



Τα λίγα λοιπόν που εγώ συνοψίζω σαν κανόνες χρήσιμους για την αποφυγή δυσάρεστων καταστάσεων, και τους οποίους μέχρι τώρα τηρώ και σκοπεύω και στο μέλλον να τηρήσω, εν είδει… «κώδικα δεοντολογίας» τόσο στο δικό μου μπλογκ, όσο και κατά την παρουσία μου στα μπλογκς των άλλων, είναι τα παρακάτω:
1. Το μπλογκ είναι ένας δημόσιος χώρος μεν, του οποίου όμως κάποιος έχει την ευθύνη.
2.
Άρα δεν είναι, δεν μπορεί να είναι, ξέφραγο αμπέλι. Δεν δικαιούται λοιπόν κανείς να μπαίνει και να λύνει τις όποιες διαφορές του με τρίτους. Άμεσα ή έμμεσα. Αν υπάρχουν «διαφορές», αυτές ας λυθούν ευπρόσωπα στα μπλογκς των εμπλεκομένων.
3. Η ανάρτηση είναι μια ευθαρσώς κατατεθειμένη άποψη ή δημιουργία. Ο σχολιασμός δεν μπορεί παρά να αφορά σ’ αυτή την άποψη ή δημιουργία.
Η ελευθερία του λόγου επιτρέπει –χωρίς να το επιβάλλει, αφού μόνο αν θέλουμε σχολιάζουμε, μπορούμε κάλλιστα και να γυρίσουμε την πλάτη σε κάτι ανούσιο, πληκτικό, βλακώδες κ.λ.π.- να πει ο καθένας την γνώμη του, θετική ή αρνητική, πάνω όμως στην ανάρτηση του μπλόγκερ ή σε σχέση με αυτή. Αν μάλιστα κρίνει ότι το θέμα είναι σοβαρό, μπορεί να αφιερώσει και ολόκληρη ανάρτηση-απάντηση στο δικό του μπλογκ και να αναπτυχθεί έτσι πιο ουσιαστικός διάλογος. Όλα αυτά είναι θεμιτά, και κατ’ εμέ μακάρι να γίνονταν και συχνότερα. Το να εμπλέκει όμως στα σχόλια, με τρόπο άσχετο με την συγκεκριμένη ανάρτηση, άλλα θέματα, είτε είναι βάσιμα αυτά που λέει είτε όχι, μόνο σε… κακοφορμίσεις μπορεί να οδηγήσει. Αν θέλει να πει κάτι, μπορεί να το πει στο δικό του μπλογκ με σχετική ανάρτηση, παίρνοντας και την ευθύνη του.
4. Εννοείται ότι ο διάλογος –χωρίς εισαγωγικά αυτή τη φορά- στον οποίο αναφέρομαι αμέσως παραπάνω, πρέπει να γίνεται χωρίς επιτήδευση και διάθεση κολακείας. Σ’ αυτό το σημείο επικεντρώθηκε ο Κωστής, όχι άδικα, αλλά ως προς αυτό, νομίζω ότι η μόνη άμυνα που διαθέτουμε είναι η αξιοπρέπεια και η οξύνοιά μας. Αν δεν θέλουμε «πελατειακές» σχέσεις, δεν έχουμε παρά να αποφεύγουμε αυτούς που τις επιδιώκουν. Στον βαθμό βέβαια που αυτό γίνεται φανερό, γιατί δεν μπορούμε να είμαστε και διαρκώς καχύποπτοι με τους πάντες, ούτε είναι πάντα εύκολο να διακρίνεις πότε πρόκειται για εκφράσεις αβρότητας ή ειλικρινούς επιδοκιμασίας και πότε για κολακεία. Ας έχουμε λοιπόν όσο μπορούμε τα μάτια ανοιχτά και… το καλάμι παρκαρισμένο...
5. Η παραπάνω «ελευθερία του λόγου» δεν αναιρεί ωστόσο την υποχρέωση ευπρέπειας και κοσμιότητας στον χειρισμό του λόγου και των απόψεών μας. Η ευγένεια ΕΠΙΒΑΛΛΕΤΑΙ, ακόμη και αν διαφωνούμε απόλυτα με την οποιαδήποτε άποψη ή στάση. Διά-λογος σημαίνει ανταλλαγή επιχειρημάτων και όχι προσβλητικών χαρακτηρισμών και εκφράσεων. Ας βάλουμε λοιπόν τα μαχαίρια στα θηκάρια τους κι ας ανακαλύψουμε πιο έξυπνους και αποτελεσματικούς τρόπους για να αποκαλύψουμε όσους ενδεχομένως καπηλεύονται τον χώρο, ή προωθούν ίσως ακόμη και επικίνδυνες ιδέες -αν φυσικά υπάρχουν τέτοιοι.
6. Τέλος, το δεν κάνω λογοκρισία στις απόψεις που διατυπώνονται, δεν σημαίνει ότι επιτρέπω συμπεριφορές που προσβάλλουν τον χώρο μου. Γιατί, επανέρχομαι στην αρχική επισήμανση, το μπλογκ μπορεί να είναι δημόσιο βήμα, αλλά κάποιος έχει την ευθύνη του. Οι απρεπείς λοιπόν συμπεριφορές (ανεξάρτητα από το σωστό ή λάθος της γνώμης που υποστηρίζεται) προσβάλλουν αυτόν που το διατηρεί κατ’ αρχήν, και μετά τους επισκέπτες του. Και οι μεν επισκέπτες μπορούν πολύ απλά και αξιοπρεπώς ή όχι να αποχωρήσουν, ο μπλόγκερ όμως όχι. Άρα δικαιούται να μην επιτρέψει παρεκτροπές και αγένειες στον χώρο του οποίου έχει την ευθύνη.
7. Ο μόνος τρόπος να τηρηθούν αυτοί οι απλοί κανόνες είναι η αυτοδέσμευσή μας. Αλλιώς αργά ή γρήγορα είτε θα υπάρξουν έξωθεν παρεμβάσεις, τις οποίες κανείς μας δεν θέλει, είτε θα αυτοϋπονομευθούμε εκ των έσω και θα εκφυλίσουμε κάτι που ίσως και να μπορεί να εξελιχθεί σε κάτι πολύ δημιουργικό, και με την πολύ ουσιαστική έννοια επαναστατικό.

Τώρα για το θέμα της… «μπουρδολογίας» που ο ίδιος ο Περίπλους έθεσε, τι να πω; Ο καθένας δικαιούται να γράφει ό,τι θέλει και να το αξιολογεί ο ίδιος ή οι επισκέπτες του κατά την κρίση του/τους. Το μόνο που ίσως πρέπει να ειπωθεί σχετικά είναι πως το να μην παίρνουμε περί πολλού τους εαυτούς μας είναι ταπεινοφροσύνη, αλλά και το να συνειδητοποιούμε ότι έχει άλλη βαρύτητα και ευθύνη ο δημόσιος λόγος από τον ιδιωτικό είναι σεβασμός στον εαυτό μας και στους άλλους. Και τα δύο χρήσιμα και σοφά πράγματα…

Συγγνώμη αν σας κούρασα, αλλά νομίζω ότι το θέμα είναι σοβαρό και μας αφορά όλους. Νομίζω ότι θα ήταν χρήσιμο να συμφωνήσουμε σε κάποιους κανόνες, πριν αναγκαστούμε ένας-ένας να αρχίσουμε να αποχωρούμε, εγκαταλείποντας και αυτόν τον χώρο στους πάσης φύσεως κακοήθεις, τους οποίους αν θέλουμε μπορούμε εμείς οι ίδιοι να απομονώσουμε αποτελεσματικά.

Σας ευχαριστώ για την προσοχή και την αγάπη σας και σας εύχομαι ήρεμη και δημιουργική ημέρα.

Μπλάντυ Μαίρη

Μπλάντυ Μαίρη


Παρασυρμένη από το δέντρο-τέρας της Αλέκας, άρχισα να διαβάζω την "Εγκυκλοπαίδεια των τεράτων" του Γιώργου Μπλάνα. Η Αιματομαρία (πιο γνωστή ως Μπλάντυ Μαίρη) έδωσε την έμπνευση:



«Σταμάτα πια σου λέω να φτιάχνεις τα μαλλιά σου! Δεν με λυπάσαι;»
Μαύρα μαλλιά στιλπνά νυχτερινά μπρος στον καθρέφτη. Τινάχτηκαν. Γύρισε τρομαγμένη ελάφι.
Εκείνος άνοιξε την πόρτα. Φεύγει τρέχοντας.

Επάνω σ’ αρμυρό νερό κυλάει η νύχτα των θαυμάτων. Πρόσεχε!
Άδειος καθρέφτης κοιτάζει το δωμάτιο. Μια πολυθρόνα κόκκινο βελούδο με νυχιές στο μπράτσο από την γάτα, ένα κλειστό παράθυρο και μια γωνία από ντουλάπα βαμμένη πράσινο κυπαρισσιού.
«Τι ακαταστασία!...» Σκύβει για να μαζέψει περιοδικά κι εφημερίδες απ’ το πάτωμα, μα τα μαλλιά της την τυφλώνουν, πέφτουν μπροστά, μπερδεύονται στα κουμπιά του φουστανιού της. Σηκώνεται, τα δένει νευρικά με λαστιχάκι.

Ξέχασε η ομορφιά να βάλει χαλινάρι κι άφρισε. Τόσες φορές σου είπα, μη τρέχεις έτσι
μεθυσμένος.

Γυρίζει ξαφνικά. Μπροστά της. Μουσκεμένος.
«Μα κάνει ζέστη σήμερα… Πού βράχηκες;... Άνοιξε τον ανεμιστήρα σε παρακαλώ… να φύγει αυτό που έρχεται…»
Δεν την κοιτάζει. Ξαπλώνει στο κρεβάτι. Μπρούμυτα. Το χέρι κρεμασμένο. Να το πιάσει; Που ακουμπάει στο πάτωμα γυμνό, σπασμένο. Η γη της πανικός. Να περιστρέφεται γύρω απ’ τον αφαλό της.
«Πού χτύπησες;»
«Δεν χτύπησα. Παράτα με!»
«Μα έχεις αίμα…»

Η νύχτα μούσκεμα με βάθος δυο πηγάδια, δεν του μιλάει για τα νερόφιδα. Σωπαίνει.
Περιμένει.

«Δεν βλέπεις; Δεν αντέχω…»
«Τι δεν αντέχεις;»
«Να σε βλέπω!... Τόσο όμορφη…»
«Μα…»
«Σκάσε επιτέλους! Πεθαίνω εξ αιτίας σου. Νύχτα τη νύχτα.»
«Τα μαλλιά μου είναι;… Πες μου. Τα μαλλιά μου ή ο καθρέφτης;…»
Γυρίζει αργά το πρόσωπό του κρύβοντας τα μάτια με το χέρι.
«Με τυφλώνεις…»
«Δεν είμαι εγώ… ο καθρέφτης… Κοίτα!»
«Ξέρω… ξέρω… τα ίδια κάθε βράδυ…»

Το αίμα αρχίζει να συρίζει…
«…Το ίδιο ψέμα κυνηγάω να το πιάσω. Κάθε βράδυ. Να το σκοτώσω. Μα μου φεύγει… Εκεί. Στην άκρη της πλατείας. Κρύβεται κάτω από το παγκάκι τη στιγμή που σβήνω το τσιγάρο αποφασισμένος. Κι έπειτα χάνεται μες στους θάμνους. Το ακούω που σέρνεται κοροϊδεύοντας, με τ’ άσπρα δόντια του να κροταλίζουν.»

…άρχισε κιόλας να γελάει καλπάζοντας μες στον καθρέφτη

«Δεν είναι τίποτα γλυκέ μου, θα περάσει…»
«Πώς;… Κουράστηκα…»
«Μαζί θα πάμε να το κυνηγήσουμε.»
«Μαζί;! Δεν γίνεται! Εσύ γεννάς τις νύχτες!. Κάθε νύχτα. Σε βλέπω εδώ μπροστά μου στο κρεβάτι να γεννάς. Κι έπειτα φεύγεις. Πας λες να πιεις νερό. Ποιος ξέρει τι κάνεις στην κουζίνα… φοβάμαι πλέκεις τα μαλλιά σου… Εσύ με πλέκεις στα μαλλιά σου! Μη σου φύγω!»
«Μα τι λές;… Εγώ;…»
«Εσύ! Εσύ!»

Επάνω στην ντουλάπα ένας χορός μικρά τυφλά ποντίκια χοροπηδούν μ’ εξαλλοσύνη
ακατανόητη. Μαύρα συρσίματα παντού.

«Εγώ τα κόβω τα μαλλιά μου! Τώρα! Σύρριζα! Ορίστε, να! Το βλέπεις; Να μη γλιστράς τις νύχτες… κοίτα!»
Σιωπή. Κι άλλη σιωπή.
Σιωπή.
Δειλά τραβά το χέρι από τα μάτια.
«Πού είσαι; Κρύφτηκες; Γιατί δεν μου μιλάς; Πού χάθηκες;»
Σηκώνεται. Πηγαίνει στον καθρέφτη. Κοιτάζει μέσα. Εκείνη. Ματωμένη. Τα μαύρα της μαλλιά δεμένα στους καρπούς της. Πρόσωπο ρημαγμένο. Ψαλιδιές. Η ομορφιά κομμάτια.
«Τι έκανες;… Μαρία… Μαρία… Μαρία…»
Πάει να φύγει φρικιασμένος. Ορμάει εκείνη.
«Άσε με! Δεν αντέχω! Φεύγω!»
Πέφτει με λύσσα πάνω του. Σπαράζει.

Μαύρα συρσίματα παντού. Νερά αρμυρά αφρισμένα. Τυφλά ποντίκια να χορεύουν.
Αίμα της ομορφιάς λυτό. Μια τρέλα.

Εκείνη βγαίνει από την κουζίνα με το κεφάλι ξυρισμένο. Τον βλέπει μπρος στον καθρέφτη σωριασμένο. Μέσα στα αίματα. Δίπλα του το ψαλίδι. Τρέχει τον αγκαλιάζει.

Το "άλυτο αίνιγμα"

Το "άλυτο αίνιγμα"

Η... θανάσιμη ομορφιά της "ματωμένης Μαίρης" μου θύμισε την "Μυθολογία του ωραίου" του Δ. Καπετανάκη. Μια γεύση του παθιασμένου λόγου του, που σίγουρα "φιλοσοφεί γνήσια για την ομορφιά":



"Ποιος φιλοσοφεί γνήσια για την ομορφιά;
Όχι εκείνος βέβαια, που το πρόβλημα της ομορφιάς πνευματικά μόνο τον απασχολεί και δεν τον συγκλονίζει ολόκληρο (…) Για την ομορφιά δεν μπορεί να φιλοσοφήσει παρά όποιος την είδε πραγματικά. Το πραγματικό κάλλος όμως σε πολύ λίγους αποκαλύπτεται. (…)
Η συνάντηση με την ομορφιά είναι πάντα τραγική. (…)
Όποιος είδε ζωντανό το κάλλος, δεν ζει παρά γι’ αυτό: για να το κατακτήσει, αν όχι στο απόλυτο ερωτικό αγκάλιασμα, τουλάχιστον με το λογικό του, λύνοντας το αίνιγμά του, ή με τις πλαστικές δυνάμεις του, κλείνοντας την ουσία του μεσ’ στο καλλιτέχνημα, που ο ίδιος θα δημιουργήσει.
Όποιος φιλοσοφεί γνήσια για το κάλλος, δεν φιλοσοφεί μονο με τη σκέψη. Το πάθος του λόγου του κινείται μαζί με τις διψασμένες αισθήσεις και τ’ ανήσυχα χέρια του, που ζητούν να πλάσουν και να πιάσουν ό,τι πληγώνει και ξεσχίζει τον νου, όπως και κάθε άλλο ανθρώπινο μέσον, που θέλει να το κατακτήσει.


Το πάθος αυτό κι ο πόνος, που πυρπολούν και ματώνουν ολόκληρο τον άνθρωπο, τον κάμνουν εξαιρετικά συγκεκριμένο και πραγματικό. Τον φορτώνουν με όλο το βάρος του εαυτού του, με την ευθύνη ολόκληρης της ύπαρξής του. Τον φυλάγουν από κάθε διασκόρπιση, διασκέδαση, διάλυση. Τον ρίχνουν άστεγο, μονάχο και γυμνό μέσ’ στο σκληρό ύπαιθρο της πραγματικότητας, όπου οι μάστιγες των ερωτικών ανέμων τον διώχνουν αλύπητα ως τις άκριες του κόσμου, εκεί που μαύρο ανοιγεται το φρικτό χάος. Ρίγη του ανεξιχνίαστου τον εγγίζουν κι αισθάνεται πνοές του θανάτου να τον χαϊδεύουν. Για να μην γκρεμισθεί στην άβυσσο του μηδενός, που χάσκει εμπρός του, αναγκάζεται να συγκεντρωθεί και να συσπειρωθεί ολόκληρος. Πρέπει να μαζέψει όλες του τις δυνάμεις για ν’ αντιμετωπίσει τη θύελλα, που τον μαστίζει, και την εκμηδένιση, που τον απειλεί. Εκεί τον φέρνει το αντίκρυσμα της πραγματικής ομορφιάς. (…)

‘‘Σκόπελο της λογικής’’ είχε ονομάσει κάποτε ο Πλάτεν την ομορφιά. Τόσο η καφτερή λάμψη της γοητείας της, όσο και το παγερό σκοτάδι του μυστηρίου της μπορούν όσο λίγες άλλες δυνάμεις να θρυμματίσουν τη λογική μας. Και σαν λίγες όμως άλλες δυνάμεις μπορούν να θέσουν σε κίνηση το ματωμένο μας λόγο, που πληγωμένος βρίσκει τον εαυτό του κι αποκτά οξύτητα κι ορμή, που κάποτε τού δίνουν ικανότητες υπερβατικές. Τότε ο εκλεκτός ακούει τη φωνή του Θεού. Τότε ‘‘κατόψεταί τι θαυμαστόν την φύσιν καλόν, τούτο εκείνο, ού δη ένεκεν και οι έμπροσθεν πάντες πόνοι ήσαν’’*. Την κάτοψη όμως αυτή, που μας αποζημιώνει τόσο πλούσια για το προηγούμενο μαρτύριο, δεν μπορούμε να την εκβιάσομε. Μπορεί και να πεθάνομε χωρίς να μας δοθεί. Ασφαλώς θα πεθάνομε χωρίς να μας δοθεί. Η Διοτίμα αμφέβαλε αν κι αυτός ακόμη ο Σωκράτης θα γινόταν απ’ τους εκλεκτούς. Για τους ανθρώπους το κάλλος μένει άλυτο αίνιγμα. Το κάλλος είναι ένα απ’ τα όρια, όπου προσκρούουν οι ανθρώπινες δυνατότητές μας με τον τραγικότερο τρόπο. Πίσω απ’ το κάλλος υψώνεται ο Θεός ή χάσκει το μηδέν –το τίποτα.»

* Πλάτων, Συμπόσιον 210e

το φεγγάρι λέει αλήθεια. (αρκεί να μπορείς να το κοιτάξεις κατάματα)

το φεγγάρι λέει αλήθεια. (αρκεί να μπορείς να το κοιτάξεις κατάματα)

(του Γιώργου)

Δεν μπορώ να σιωπήσω δεν ξέρω και τι να υπερασπιστώ.
Η Τέχνη είναι Αλήθεια. Πρώτα και πάνω απ' όλα.
(Τα άλλα, τα μέσα και η φόρμα, έπονται και την υπηρετούν.Είναι μόνο τα βέλη που την δείχνουν.)

Ένα ολόγιομο φεγγάρι καταμεσής στον "Αύγουστο", το τραγούδι του έρωτα, και γρύλλοι μες στην νυχτερινή σιωπή... έτσι απλά και ανεπιτήδευτα λένε την Αλήθεια τους.
Όχι, δεν είναι Τέχνη ούτε το ισχυρίζονται.
Είναι μια απλή "χειροποίητη δημιουργία".
Σαν την χαρτοκοπτική που κάναμε παιδιά.
Μα... ο ουρανός ανοίγει και με καταπίνει.
Σε αντίθεση με μεγαλεπήβολες "υπερπαραγωγές".
"Έργα τέχνης" υπερφίαλα, που αντί να την δείξουν την αλήθεια, την καρφώνουν, και την ρίχνουν πληγωμένη κι αβοήθητη στο πεζοδρόμιο, να την χαζεύουν οι περαστικοί αδιάφορα.
Φευ, αυτά ποτέ δεν θα ανοίξουν τον ουρανό για χάρη μας.
Γιατί αφήνουν πίσω τους αισθήματα νεκρά
και μια στυφάδα απάτης.
Να το ξαναπώ. Η Τέχνη είναι Αλήθεια
(πρώτα και πάνω απ' όλα.)
Αναρωτιέμαι.
Μήπως πρέπει να ξαναβρούμε την "χειροποίητη" Αλήθεια μας;
Μήπως η κακοφορμισμένη "ελευθερία" έσκαψε κάθέ σπιθαμή εδάφους και μας άφησε στη μέση του τούνελ, τριγυρισμένους από αδιέξοδα;
Μήπως πρέπει να ξανασκύψουμε στον πηλό και το νερό για να φτιάξουμε πάλι ουρανό;

"Δεν ξέρω τι να υπερασπιστώ". Ψέματα.
Ξέρω τι. Δεν ξέρω πώς.

Μνήμες πολύτιμες

Μνήμες πολύτιμες

Αφιερωμένο στη μνήμη που όταν καίγεται φωτίζει...


(Duane Keiser)

Τώρα,
με το λιωμένο μολύβι του κλήδονα
το λαμπύρισμα του καλοκαιρινού πελάγου
η γύμνια ολόκληρης της ζωής
και το πέρασμα και το σταμάτημα και το πλάγιασμα
και το τίναγμα
τα χείλια το χαϊδεμένο δέρας
όλα γυρεύουν να καούν.


Όπως το πεύκο καταμεσήμερα
κυριεμένο απ' το ρετσίνι
βιάζεται να γεννήσει φλόγα
και δε βαστά πια την παιδωμή-


φώναξε τα παιδιά να μαζέψουν τη στάχτη
και να τη σπείρουν
Ό,τι πέρασε πέρασε σωστά.


κι εκείνα ακόμη που δεν πέρασαν
πρέπει να καούν
τούτο το μεσημέρι που καρφώθηκε ο ήλιος
στην καρδιά του εκατόφυλλου ρόδου.



Γιώργος Σεφέρης, Θερινό ηλιοστάσι, ΙΔ

ο Σχοινοβάτης

ο Σχοινοβάτης

στον Θερσίτη
και σ’ όλους τους αιθεροβάμονες αυτού του κόσμου,
για να δικαιώνεται το ανελέητο και κραταιό
τεντωμένο σκοινί που μας βαστά
(Τάκης Δημόπουλος, "ο ακροβάτης")


Η αγάπη αυτή - που είναι σχεδόν απελπισμός, όμως και απαλή πολύ - η αγάπη αυτή που χρωστάς να προσφέρεις προς το σκοινί σου, θα είναι τόσο κραταιά όσο κραταιό δείχνεται και το σκοινί για να σε βαστάξει. Έχω γνωριμία με τα άψυχα γνωρίζω, είναι δόλια και ατιθάσευτα. Όμως γνωρίζω και πόσο ξέρουν να σου λένε το ευχαριστώ τους.

Ορισμένοι δαμαστές μεταχειρίζονται βία.
Μπορείς κι εσύ να δαμάσεις το σκοινί σου. Μα πρόσεχε.
Όπως ο πάνθηρας, ή, καθώς λένε, κι ο λαός, το συρματόσκοινο αγαπά το αίμα. Καλύτερα να το μερέψεις.

Το τσίρκο είναι απαιτητικό. Αξιώνει προσοχή απόλυτη και οξύτατη. Η γιορτή δεν είναι η δική μας. Είναι αγώνισμα σωματικής μαστοριάς, που απαιτεί να είμαστε σε συναγερμό.

Ζωντάνεψε την ομορφιά που κρύβει το σκοινί σου –δική του είναι, δε σου ανήκει! Τα άλματα, τα σάλτα, τα χορευτικά σου βήματα –στη γλώσσα του ακροβάτη τα φλικ φλακ, τις τούμπες, τις ρόδες, το πήδημα θανάτου κλπ. δε θα τα πετύχεις για να διακριθείς εσύ, μα για να τραγουδήσει επιτέλους το συρματόσκοινο, που ήταν νεκρό και άφωνο.
Και θα σ’ ευγνωμονεί, αν οι κινήσεις όλες είναι άψογες να δοξαστεί εκείνο κι όχι εσύ.
Και το κοινό έκθαμβο να χειροκροτεί:
-Τι καταπληκτικό σκοινί! Κοίτα πώς στηρίζει το χορευτή του και πόσο τον αγαπά!
Αλλά και το σκοινί χάρη σ’ εσένα θα ‘ναι ένας θεσπέσιος χορευτής.

Μια αγένεια του Κοινού: στις πιο επικίνδυνες φιγούρες σου θα κλείσει τα μάτια. Κλείνει τα μάτια τις στιγμές που, για να το θαμπώσεις, πας και συνορεύεις με τον θάνατο.

Και μην απελπίζεσαι αν σ' εγκαταλείψει η δεξιοσύνη σου την ώρα της προπόνησης. Αρχίζεις με πλεονάζουσα ικανότητα μετά από λίγο όμως το σκοινί σε απογοητεύει, σε απογοητεύουν τα άλματα, το τσίρκο, ο χορός. Θα γνωρίσεις μια φάση πικρή, λίγο σαν κόλαση, και μόνο μετά, αφού περάσεις από το μελανό δάσος, θ' ανέβεις πάλι απάνω, αφέντης της τέχνης σου.

Το έδαφος θα σε κάνει να τρεκλίζεις.

Δεν θα εκπλαγώ αν πέσεις καθώς περπατάς στο δρόμο, και στραμπουλίξεις το πόδι σου. Το σκοινί θα σε στηρίζει καλύτερα, είναι ασφαλέστερο από το έδαφος.


(από τον «Σχοινοβάτη» του Ζαν Ζενέ)

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2013

Ο κόσμος των τρελών Ευαγ. Ρήγας


Ο κόσμος των τρελών


Απόκαμες

και βάπτισες χαρά τη θλίψη

Σε βλέπω μόνος σου να περπατάς,

μόνος να ταξιδεύεις,

μόνος να χάνεσαι και να γελάς

Κάτω απ’ τ’ αστέρια,

μεσ’ στη βουή του κόσμου

Μόνος

Σε ακουμπώ, σ’ ακούω,

δε μου μιλάς, μονολογείς…

Δεν είναι αυτός ο κόσμος μου,

θέλω στον κόσμο των τρελών

εγώ να ζήσω

Χάθηκες

και σε συνάντησα ξανά

πριν από λίγο

Δεν σου το κρύβω, ζήλεψα

Τουλάχιστον

γλύτωσε ένας, είπα.


Ευαγ. Ρήγας

Βαθιά ανάσα της ψυχής Ποίηση Γιάννης Παππάς

 
 
 
 
Βαθιά ανάσα της ψυχής
κάθε που εσύ περάσεις
Από τη σκέψη μου θαρρείς
ζωή θα με κεράσεις

Κάθε ματιά σου μάτια μου
αγγίζει και μερώνει
Ανάσα δίνει της ζωής
βαθιά με ξαλαφρώνει

Κυλάς στο αίμα μου γλυκά
αγγίζεις την καρδιά μου
Σε κάθε κτύπο και λεπτά
ψυχή μου κι ομορφιά μου

Γράφεις μελάνι δυνατό
τα λόγια σου ζωή μου
Μες την ψυχή μου σ αγαπώ
και πάνω στο κορμί μου

Ανθίζεις όσες τ' ουρανού
τ' αστέρια τις αισθήσεις
Στα χέρια του έρωτα θεού
γυρεύεις να με κλείσεις

Έρχεσαι άγγελος κρυφά
τις νύχτες και μ αγγίζεις
Τα χείλη μάτια μου γλυκά
φιλί σου τα στολίζεις

Κι εγώ θαρρώ πως είμαι πια
στον έρωτα ταγμένος
Μες την καρδιά μου έχω βαθιά
δικό σου πάθους βέλος

Σε σκέφτομαι σαν της στιγμής
το χρώμα της χαράς μου
Σε κάθε ήχο αναπνοής
και χτύπο της καρδιάς μου

Σε ζωγραφίζω δίπλα μου
να μου κρατάς το χέρι
Ευωδιάζεις μέσα μου
άνοιξη καλοκαίρι

Αγγίζω κάθε ίνα σου
με το δικό μου σώμα
Ζωγράφισα τη μοίρα σου
με το δικό μου χρώμα

Χείλη στα χείλη έκρηξη
η πρώτη αυτού του κόσμου
Που η μοίρα μας για έκπληξη
χρόνια κρατούσε φως μου

Κάθε φιλί και μια ζωή
στον ουρανό ένα αστέρι
Κάθε σου χάδι αναπνοή
Απ' το δικό σου χέρι

Ώσπου να χτίσουμε ουρανό
με φως απ' την καρδιά μας
Σ' όλο το σύμπαν σ αγαπώ
να γράψουν τα φιλιά μας

Να μας κοιτούνε άνθρωποι
άγγελοι να ζηλεύουν
Ποιος είμαι εγώ ποια είσαι εσύ
Να βρούνε θα γυρεύουν

Που η αγάπη μας θεός
στα σύνορα του κόσμου
Έχτισε γη γέννησε φως
Και τα 'κλεισε εντός μου

Κι εγώ ποθώ κάθε στιγμή
τα πάντα να σου δίνω
Φως της αγάπης μας και γη
Σε 'σένα να τ αφήνω

Εγώ νεκρό ,νεκρό το εσύ
το εμείς σαν εγεννήθει
Γέμισε αρώματα η ζωή
μας κέρασε τη λήθη

Κοίτα με μάτια μου γλυκά
χαμόγελο σου δωσ' μου
Εσύ ζωής μου αναπνοή
εσύ της νύχτας φως μου

Ταξίδι πάμε στο μαζί
κοινός προορισμός μας
Του παραδείσου μας η γη
η αγάπη μας εντός μας

Ο κόσμος ο δικός μας
http://www.youtube.com/watch?v=86d9ZwlAPBE

Με λένε Πάθος... Με λένε Έρωτα..

Με λένε Πάθος... Με λένε Έρωτα..






Περπατώντας στο ήσυχο στενό σοκάκι του πανέμορφου αυτού μεσαιωνικού πέτρινου χωριού - καστροχώρι το λένε, σαν από παραμύθι κάτι, οι σκέψεις μου ήταν μπερδεμένες...

Το τεράστιο φεγγάρι του Αυγούστου έλουζε με το φως του κάθε σπιθαμή στο διάβα του. Οι σκιές φεύγανε, διαδέχονταν η μια την άλλη, ίσως από το αλκοόλ που είχα στις φλέβες μου... Οι εικόνες περνούσαν μπροστά μου σαν φλας-μπακ από αισθηματική ταινία... Δεν είδα αυτή τη πέτρα που ήταν κάτω! Σκόνταψα! Συνήλθα μετά -δε ξέρω πόσο καιρό μου πήρε- και ήμουν αρκετά ζαλισμένος... Θυμήθηκα τον κρότο που έκανα καθώς το κορμί μου έπεφτε στο πέτρινο σοκάκι. Πιάνω το κεφάλι μου, είχε λίγο αίμα από το χτύπημα...

Ξαφνικά μπροστά μου βλέπω μία ανήλικη κοπέλα να με κοιτά με μάτια που έλαμπαν... Τρόμαξα από το βλέμμα της, αλλά σαν κάτι να με μαγνήτιζε σ' αυτή τη κοπέλα. Πήγα κοντά της και τη ρώτησα να μου πει τ' όνομα της, λες και κάποιος άλλος είχε βάλει τις λέξεις αυτές στο στόμα μου: « Με λένε Πάθος. », μου λέει και χωρίς να το πολυκαταλάβω σαν να έγινε όλη ένα τεράστιο φως. Και με μια κίνηση αστραπής στη κυριολεξία, αυτό το φως μπήκε μέσα μου... Η κοπέλα είχε εξαφανιστεί... Το μόνο που ένιωθα ήταν την φωτεινότητα στο σώμα μου! Είχα την Πάθος μέσα στο κορμί μου κι άρχισα να τρέχω σαν τρελός... Μάλλον, με είχε κυριεύσει το πάθος...

Τελείως ξαφνικά, καθώς έτρεχα και φεύγοντας μακριά μέσα από το λαβύρινθο του καστροχωριού, βλέπω μπροστά μου μια λίμνη... Μια νέα γυναίκα, σαν άγγελος ήταν, κολυμπούσε γυμνή... Το κορμί της ήταν θεϊκό καθώς λουζόταν από το νυχτερινό φως του φεγγαριού! Πανσέληνος ήταν... Τα μαλλιά της ήταν μακριά, χρυσαφένια και έλαμπαν, τα χαρακτηριστικά της έντονα... Ααχχχ, πόσο την ήθελα κι έβγαλα έναν αναστεναγμό... Βγάζω τα ρούχα μου και χωρίς να το πολυσκεφτώ πέφτω στη λίμνη κολυμπώντας προς το μέρος της! Αμέσως πήγα κοντά της και τη ρώτησα παθιασμένα να μου πει τ' όνομα της, λες και κάποιος άλλος είχε βάλει τις λέξεις αυτές στο στόμα μου για δεύτερη φορά: « Με λένε Έρωτα. », μου λέει και με φιλάει τόσο ερωτικά όσο δε με είχαν φιλήσει ποτέ ξανά... Το φιλί της ήταν το καλύτερο που είχα νιώσει ποτέ! Ήταν σα να φιλούσα για πρώτη φορά... Το σώμα της τέλειο για τα μάτια μου... Ήταν σαν για πρώτη φορά να άγγιζα γυναικείο κορμί... Όλα ήταν σαν να γίνονταν για πρώτη φορά! Κάναμε έρωτα ασταμάτητα και ένιωθα να πετώ στα ουράνια. Όταν ξαφνικά όπως και με την ανήλικη κοπέλα την Πάθος, η Έρωτας έγινε μια τεράστια λάμψη που μπήκε κατευθείαν στην καρδιά μου κι άρχισε να χτυπάει σαν τρελή... Ξεκίνησα να κολυμπάω μανιασμένα, να μη ξέρω τι κάνω... Έκανα μακροβούτια, κολυμπούσα, κολυμπούσα... Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει... Άρχισα να κουράζομαι και ένιωσα τα πόδια μου βαριά... Μάλλον με είχε κεραυνοβολήσει ο έρωτας... Η λίμνη είχε αρχίσει να με καταπίνει...


Μετά από κάποια λεπτά - ώρες, μέρες, μήνες ή χρόνια άραγε;;;, δε ξέρω!!! - συνήλθα και βρήκα τον εαυτό μου ξεβρασμένο σε μια παραλία... Κάτω μακριά στον ορίζοντα έβλεπα τον ήλιο να ανατέλλει... Η παραλία αυτή έλαμπε, ήταν με βότσαλο, όχι πολύ ψιλό, και το αχνό φως του ήλιου την έκανε πολύ όμορφη, σαν ένα μαργαριτάρι που στόλιζε τη θάλασσα γύρω - γύρω... Ώωωωω, αυτή η θάλασσα... Ήταν να την πιεις στο ποτήρι, τα νερά της ήταν ήρεμα, καταγάλανα, η αίσθηση του νερού στα πόδια δροσερή... Η ωραιότερη θάλασσα που είχα δει ποτέ... Σαν να έβλεπα για πρώτη φορά θάλασσα στη ζωή μου ολάκερη... Ήταν ομολογουμένως, όλες οι αισθήσεις μου συμφωνούσαν σ' αυτό, το ομορφότερο μέρος στο οποίο είχα βρεθεί έως τώρα! Σαν να είχα γεννηθεί εκείνη τη στιγμή και ήμουν στον Παράδεισο...

Ήμουν έτοιμος να κολυμπήσω όταν με την άκρη του ματιού μου, βλέπω μια γυναίκα να παίζει ανέμελα στη παραλία φτιάχνοντας σπιτάκια με τα βότσαλα, σαν το καστροχώρι που είχα βρει την Πάθος - κάτι τέτοιο σα να μου θύμισε, και στην άκρη αυτών των σπιτιών έφτιαξε μια μικρή λιμνούλα φαίρνωντας νερό από τη θάλασσα - σα τη λίμνη που είχα βρει την Έρωτα... Τα μαλλιά της μακριά με όλων των λογιών τα χρώματα να τα στολίζουν, το δέρμα της φαινόταν απαλό, ενώ το φόρεμα που φορούσε λες και ήταν από όνειρο βγαλμένο: απλό κατάλευκο με κεντήματα στο μπούστο, στα μανίκια και στο κάτω μέρος του φορέματος της, με χρώματα του γαλάζιου της θάλασσας και του μπλε του ουρανού ολόγυρα να στολίζουν με τις κλωστές τους τα κεντήματα του... Τα στολίδια της απέριττα, με το ασήμι να στολίζει με τα χρώματα του το δέρμα της και τις αποχρώσεις του γαλάζιου να είναι διακοσμημένες οι πέτρες των κοσμημάτων της... Τα λεπτά μακριά της δάχτυλα να ανασηκώνουν τα πεσμένα της μαλλιά ενώ τα πόδια της να είναι γυμνά πάνω στα βότσαλα... Τα μάτια της να με κοιτούν με καλοσύνη...

Την πλησιάζω κι εκείνη προτού φτάσω εκεί και χωρίς να προλάβω να πω το παραμικρό, μου λέει πως με είχε σώσει από βέβαιο πνιγμό! Φτάνοντας κοντά της είδα πως ήταν η ομορφότερη γυναίκα που είχα δει στο κόσμο, πολύ πιο όμορφη από την ανήλικη Πάθος που είχα γνωρίσει για μια στιγμή και λίγο πιο όμορφη από τη νέα γυναίκα την Έρωτα που είχα γνωρίσει λίγο αργότερα... αλήθεια για πόσο δε θυμάμαι... Ήταν ο ανατέλλων ήλιος, ήταν το λαμπερό φως, ήταν το γαλάζιο της θάλασσας και το μπλε του ουρανού, ήταν τα πάντα στα μάτια της, όλο της το βλέμμα άξιζε κάθε θυσία για χάρη της... Πλησιάζοντας ακόμα πιο κοντά κατάλαβα πως δε μπορούσα καθόλου να διακρίνω την ηλικία της. Αλλά όταν τα βλέμματα μας έφτασαν τόσο κοντά και μπορούσα με κάθε λεπτομέρεια να δω τα χαρακτηριστικά της, τότε κατάλαβα πως έμοιαζε με κάποια που είχα γνωρίσει στο παρελθόν... Ναι, ναι έμοιαζε με την Πάθος... Μα όταν την ξαναείδα ακόμα καλύτερα, είδα πως έμοιαζε και με την Έρωτα... Προς στιγμή ταράχτηκα!

Εκείνη διαβάζοντας τη σκέψη μου και καταλαβαίνοντας την αγωνία και την ανησυχία μου, μου είπε να μη ταράζομαι θα μου έλεγε όλη την αλήθεια! Για ποια αλήθεια άραγε μου μιλά, άρχισα να σκέφτομαι... «Η Πάθος» μου λέει «είμαι εγώ όταν ήμουν μικρούλα και λίγο αργότερα όταν ενηλικιώθηκα έγινα η Έρωτας που συνάντησες στη λίμνη.» Μου είπε επίσης να μην ανησυχώ δε της χρωστώ καμιά υποχρέωση επειδή μ' έσωσε από βέβαιο πνιγμό... Το μόνο που μου είπε ήταν πως μ' ευχαριστεί που την άφησα να μεγαλώσει, να γίνει δυνατή και έτσι να μπορέσει να με σώσει... Αλλιώς μικρή και ανήλικη, όπως ήταν Πάθος ή κι αργότερα άπειρη, όπως ήταν Έρωτας, δε θα τα είχε καταφέρει... Εξάλλου τώρα είχε τη Γνώση, τη Συνείδηση, όλου του κόσμου τα καλά Συναισθήματα, σύμμαχο της το Χρόνο και την Εμπιστοσύνη κερδίσει, για να το κάνει αυτό... Με ένα νεύμα του κεφαλιού μου συμφώνησα κι εγώ κοιτώντας μέσα στα μάτια της χωρίς να πω λέξη! Η Σιωπή είναι μαγεία πολλές φορές... Πόσο πολύ ένιωσα την Αλήθεια της μέσα μου! Ναι, ναι... τώρα πια ήταν και η δική μου Αλήθεια αυτή...

Πήγα κοντά και τη φίλησα, ακόμα τη φιλώ, πάντα την έχω στο μυαλό μου, στη καρδιά μου, στη σκέψη και τη ψυχή μου... Τ' όνομα της δε χρειάστηκε να το ρωτήσω... Μου το είχε πει με τα φιλιά της... Ναι, ήταν δίπλα μου, ήταν μέσα μου... Την έλεγαν Αγάπη πια...


ΑΠΟ seizeTHEday

Tό θέρος τῶν βροτῶν

Tό θέρος τῶν βροτῶν





Ὁ δρόμος εἶναι σκληρός ἀνεβαίνεις ψηλά ἀφήνεις πίσω σου λεπίδες γαλάζιου τό παγωμένο αἷμα τῶν βροτῶν
ἔπειτα ἀντικρίζεις τίς γυμνές κορφές κόλπους κωνοφόρων φρέσκια κόπρο στή ζεστή μουσική τῆς μύγας
Φτάνεις στα ὁροπέδια τοῦ θανάτου μικρά πήλινα ἀλογάκια ἕνας σπασμένος καρπός πού κρατᾶ εὐγενικά, σχεδόν ἀνεπαίσθητα, μιά λέξη
κομψά δάκρυα τερακόττας κι ἕνας ψηφιδωτός ἀετός στά νύχια του ἡ ὑπομονετική λεία ἐπιτύμβια δάπεδα κι ὁροφές ὁ δρόμος εἶναι σκληρός ἀνελέητα πετρώματα ἐργάτες πού σκάβουν σέ στοές κι ἔπειτα πυρωλύουν τή γῆ
ὁ μηχανικός μ᾽ ἕναν κάβουρα σβησμένο στά χείλη ἀφουγκράζεται τίς νύχτες τήν ἀνάσα τῆς μηχανῆς
Στούς κύκλους τῶν ἀτέρμονων ἡμερῶν καράβια μεταφέρουν τά σπλάχνα τῆς πέτρας
Ἕνα λευκό ἀστείρευτο φῶς ἕνας ἄνδρας νεκρός ναυτικός ἀπό χρόνια ἡ κυρά του ἐνθυμεῖται τά ταξίδια τους στήν κορυφή τοῦ κόσμου
Φῶς ἀνελέητο φῶς ἡ κάθοδος τοῦ νεαροῦ Ἀνάχαρση Ἀνασκολοπισμένες σελίδες
Ἕνα στόμιο πηγῆς δύο δρόμοι θανάτου Mιά γυναίκα λουσμένη στό φῶς σάρκα λευκή γραμμές τέλειες σ᾽ ἕνα σοκάκι Oἱ ἄνθρωποι ἀντέχουν σμιλεύουν τό θάνατο ἄλλοτε πάλι τόν ξεπροβοδίζουν μέ μαντήλια καί κανονάκια ἐδώλια ἀναμνήσεων κτερίσματα ἡδονῆς γήινες λάρνακες γιά τόν σπλαχνικό χορό τῶν νεκρῶν
Ὁ δρόμος εἶναι σκληρός στέρφα κυπαρίσσια καί ρωγμές πολύτιμων χυμῶν ἡ λεοντή μιᾶς ἀλεποῦς στήν ἄσφαλτο μ᾽ ἄθικτο βλέμμα δίφορες ὁπῶρες Ἀμυγδαλιές στό χαντάκι λιτές ἀχλαδιές σάν κορμί ἀγρότισσας οἱ καστανιέτες τῆς φιστικιᾶς κι᾽ ἕνα σκασμένο σῦκο σάν τήν ὁδύνη γυναίκας βιασμένης
Διάφανο δάκρυ στό ἰκρίωμα σκιᾶς δυό στόμια γαλαρίες κι ἕνας σωρός θολός κιτρινόμαυρης σιωπῆς ἡ ἀγωνία τοῦ ἐγκλωβισμένου ἡ δίψα πού γίνεται πνιγμός
Ὁ δρόμος εἶναι σκληρός ἕνας βόμβος ὅπως ἀχνίζουν οἱ πέτρες οἱ πόλεις τά φαντάσματα οἱ ἄνθρωποι στόν ἥλιο
Ἔπειτα σιωπή
Στήν ἀρχή νομίζεις ὅτι ἡ τοιχογραφία εἶναι φωτογραφία αὐτές οἱ διάφανες κυψελίδες μέ τά τσακισμένα κρανία προτάσεις λόγου τραγικοῦ
Ὁ δρόμος εἶναι σκληρός ἡ σιωπή τῆς σφαγῆς
Ἕνα παιδί πυρπολεῖ τό ναό καίγεται το χρυσάφι τοῦ Παντοκράτορα καίγεται ἡ φυλακή τοῦ βλέμματος καίγονται τά μάρμαρα τοῦ συγκρητισμοῦ καίγονται οἱ Ἀνακριτές καίγονται φάκελοι, μητρῶα καί λίστες μελλοθανάτων καίγονται ἐπιδόσεις, ἐπιτάξεις καί λύσεις ὁριστικές καίγονται προικοσύμφωνα καί διαθῆκες καίγονται τά ἀπομνημονεύματα τῶν στρατοπέδων τῆς ὁδύνης
Tή νύχτα κόβονται οἱ ἀνάσες ὁ γαλαξίας κυρτώνει σέ ράχες δελφινιῶν ρεύματα ὑπόγεια ὑποδηλώνουν τόν ἔρωτα τή φωτιά στά σπλάχνα
Kάτω από τόν ἔναστρο οὐρανό λάμψεις μεταλλικές μεταφέρουν ψυχές συσκευασμένη κατάρα γιά τά θυσιαστήρια τῆς σάρκας τῶν παιδιῶν
Ἕνα παιδί πυρπολεῖ τό ναό τό θέρος τῶν βροτῶν εἶναι τό καλοκαίρι μας.

Γιώργος Γιαννόπουλος
Από την ποιητική συλλογή Tό θέρος τῶν βροτῶν, εκδ. ΕΝΕΚΕΝ, Θεσσαλονίκη 2010.

Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2013

Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο - Κώστα Καρυωτάκης

Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο - Κώστα Καρυωτάκης



Στο ταβάνι βλέπω τους γύψους.
Μαίανδροι στο χορό τους με τραβάνε.
Η ευτυχία μου, σκέπτομαι, θα 'ναι
ζήτημα ύψους.

Σύμβολα ζωής υπερτέρας,
ρόδα αναλλοίωτα, μετουσιωμένα,
λευκές άκανθες ολόγυρα σ' ένα
Αμάλθειο κέρας.

(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος,
πόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου!)
Ονειρο ανάγλυφο, θα 'ρθω κοντά σου
κατακορύφως.

Οι ορίζοντες θα μ' έχουν πνίξει.
Σ' όλα τα κλίματα, σ' όλα τα πλάτη,
αγώνες για το ψωμί και το αλάτι,
έρωτες, πλήξη.

Α! πρέπει τώρα να φορέσω
τ' ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι.
έτσι, με πλαίσιο γύρω το ταβάνι,
πολύ θ' αρέσω.

Κώστας Καρυωτάκης - Ποιήματα

Κώστας Καρυωτάκης - Ποιήματα



Φίλε, η καρδιά μου τώρα σα να εγέρασε.
Τελείωσεν η ζωή μου της Αθήνας,
που όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασε
και με την πίκρα κάποτε της πείνας.

Δε θα 'ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μου
τον έδωκε το γιόρτασμα της νιότης,
παρά περαστικός, με την ελπίδα μου,
με τ' όνειρο που εσβήστη, ταξιδιώτης.

Προσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σου
και θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνης.
Μ' άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σου
κι άλλοι το σπίτι θα 'χουν της Ειρήνης.

Θα πάω προς την ταβέρνα, το σαμιώτικο
που επίναμε για να ξαναζητήσω.
Θα λείπεις, το κρασί τους θα' ναι αλλιώτικο,
όμως εγώ θα πιω και θα μεθύσω.

Θ' ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζοντας
στο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμα.
Τριγύρω θα 'ναι ωραία πλατύς ο ορίζοντας,
και θα 'ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα.


ΠΕΘΑΙΝΟΝΤΑΣ

Μάταιη ψυχή, στην ατονία εσπέρας εαρινής,
ενώ θα κλείνεις τα χρυσά φτερά σου πληγωμένη,
την ώρα που σα λύτρωση κάτι θα καρτερείς,
φτωχή καρδιά, θανάσιμα μα αιώνια λυπημένη·

όταν, φτασμένη απάνω στον ορίζοντα, θα ιδείς
μίση να φεύγουν οι έρωτες, χολή τα πάθη σου όλα,
όταν ανέβει από τα εξαίσια τ' άνθη της ζωής
μύρον η απαγοήτευση, ψυχή μου ονειροπόλα

την ώρα την υπέρτατη που θε να θυμηθείς
μ' ένα μόνο χαμόγελο τα φίλα και τα ενάντια --
μάταιη ψυχή, στο πέλαγο, στο αγέρι τι θα πεις;
ω, τι θα πεις, στενή καρδιά, στη χλωμή δύση αγνάντια;




ΥΣΤΕΡΟΦΗΜΙΑ

Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύση
και τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθών.
Αν έρθει πάλιν η άνοιξη, πάλι θα μας αφήσει,
κι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών.

Το θάνατο μας καρτερεί το λαμπρό φως του ήλιου.
Τέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική,
κι ύστερα πια δεν είμαστε στα βράδια του Απριλίου,
μήτε η χρυχή που χάνεται σκόνη του δρόμου εκεί.

Αν τη ζωή περνούσαμε την ίδια έχοντας άτι
ή αρρωστημένα γέρναμε παιδιά του ρεμβασμού
φεύγουμε δίχως από δω να 'χουμε πάρει κάτι
ούτε και την ενθύμηση του μάταιου ερχομού

Μόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοι
δέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε, καθώς
τα περιστέρια που σκορπούν οιναυαγοί στην τύχη,
κι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός

ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΑΞΙΔΙ

Καλό ταξίδι, αλαργινό καράβι μου, στου απείρου
και στης νυχτός την αγκαλιά, με τα χρυσά σου φώτα!
Να 'μουν στην πλώρη σου ήθελα, για να κοιτάζω γύρου
σε λιτανεία να περνούν τα ονείρατα τα πρώτα.

Η τρικυμία στο πέλαγος και στη ζωή να παύει,
μακριά μαζί σου φεύγοντας πέτρα να ρίχνω πίσω,
να μου λικνίζεις την αιώνια θλίψη μου, καράβι,
δίχως να ξέρω πού με πας και δίχως να γυρίσω!




ΠΟΙΑ ΘΕΛΗΣΗ ΘΕΟΥ ΜΑΣ ΚΥΒΕΡΝΑΕΙ...

Ποια θέληση θεού μας κυβερνάει,
ποια μοίρα τραγική κρατάει το νήμα
των άδειων ημερών που τώρα ζούμε
σαν από μια κακή, παλιά συνήθεια;

Πριν φτάσουμε στη μέση αυτού του δρόμου,
εχάσαμεν τη χρυσή πανοπλία,
και μόνο το μεγάλο ερώτημά μας
ολοένα πιο σφιχτά μας περιβάλλει.

Χωρίς πίστη κι αγάπη, χωρίς έρμα,
εγίναμε το λάφυρο του ανέμου
που αναστρέφει το πέλαγος. Θα βρούμε
τουλάχιστον το βυθό της αβύσσου;

Οι άνθρωποι φεύγουν, ή, όταν πλησιάζουν,
στέκουν για λίγο πάνω μας, ακούνε
στην έρημη βοή, μάταιη και κούφια
σα να χτυπούν το πόδι σε μια στέρνα.

Κοιτάζουνε με φόβο, με απορία,
έπειτα φεύγουν πάλι στους αγώνες,
και μόνο το συναίσθημα κρατούνε
του μακρινού, αόριστου κινδύνου.


Είναι κάτι φρικτές ανταποδόσεις.
Είναι στον ουρανό μια σιδερένια
μια μεγάλη πηγμή, που δε συντρίβει
μα τιμωρεί, κι αδιάκοπα πιέζει.






ΑΝΔΡΕΙΚΕΛΑ

Σα να μην ήρθαμε ποτέ σ' αυτήν εδώ τη γη,
σα να μένουμε ακόμη στην ανυπαρξία.
Σκοτάδι γύρω δίχως μια μαρμαρυγή.
Ανθρωποι στων άλλων μόνο τη φαντασία.

Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό,
ανδρείκελα, στης Μοίρας τα τυφλά δυο χέρια,
χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό,
άτονα κοιτώντας, παθητικά, τ' αστέρια.

Μακρινή χώρα είναι για μας κάθε χαρά,
η ελπίδα κι η νεότης έννοια αφηρημένη.
Αλλος δεν ξέρει οτι βρισκόμαστε, παρά
όποιος πατάει επάνω μας καθώς διαβαίνει.


Πέρασαν τόσα χρόνια, πέρασε ο καιρός.
Ω! κι αν δεν ήταν η βαθιά λύπη στο σώμα,
ω! κι αν δεν ήταν στην ψυχή ο πραγματικός
πόνος μας, για να λέει ότι υπάρχουμε ακόμα...




[ΤΙ ΝΕΟΙ ΠΟΥ ΦΤΑΣΑΜΕΝ ΕΔΩ...]

Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ, στο έρμο νησί, στο χείλος
του κόσμου, δώθε απ' τ' όνειρο και κείθε απ' τη γη!
Οταν απομακρύνθηκεν ο τελευταίος μας φίλος,
ήρθαμε αγάλι σέρνοντας την αιώνια πληγή.

Με μάτι βλέπουμε αδειανό, με βήμα τσακισμένο
τον ίδιο δρόμο παίρνουμε καθένας μοναχός,
νοιώθουμε τ' άρρωστο κορμί, που εβάρυνε, σαν ξένο,
υπόκωφος από μακριά η φωνή μας φτάνει αχός.

Η ζωή διαβαίνει, πέρα στον ορίζοντα σειρήνα,
μα θάνατο, καθημερνό θάνατο, με χολή
μόνο, για μας η ζωή θα φέρει, όσο αν γελά η αχτίνα
του ήλιου και οι αύρες πνέουνε. Κι είμαστε νέοι, πολύ

νέοι, και μας άφησεν εδώ, μια νύχτα, σ' ένα βράχο,
το πλοίο που τώρα χάνεται στου απείρου την καρδιά,
χάνεται και ρωτιόμαστε τι να 'χουμε, τι να 'χω,
που σβήνουμε όλοι, φεύγουμ' έτσι νέοι, σχεδόν παιδιά!


[ΘΕΛΩ ΝΑ ΦΥΓΩ ΠΙΑ...]

Θέλω να φύγω πια από δω, θέλω να φύγω πέρα,
σε κάποιο τόπο αγνώριστο και νέο,
θέλω να γίνω μια χρυσή σκόνη μες στον αιθέρα,
απλό στοιχείο, ελεύθερο, γενναίο.

Σαν όνειρο να φαίνονται απαλό και να μιλούνε
έως την ψυχή τα πράγματα του κόσμου,
ωραία να 'ναι τα πρόσωπα και να χαμογελούνε,
ωραίος ακόμη ο ίδιος ο εαυτός μου.

Σκοτάδι τόσο εκεί μπορεί να μην υπάρχει, θεέ μου,
στη νύχτα, στην απόγνωση των τόπων,
στο φοβερό στερέωμα, στην ωρυγή του ανέμου,
στα βλέμματα, στα λόγια των ανθρώπων.

Να μην υπάρχει τίποτε, τίποτε πια, μα λίγη
χαρά και ικανοποίησις να μένει,
κι όλοι να λένε τάχα πως έχουν για πάντα φύγει,
όλοι πως είναι τάχα πεθαμένοι. 


ΚΙΘΑΡΕΣ

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες
κιθάρες. Ο άνεμος όταν περνάει,
στίχους, ήχους παράξενους ξυπνάει
στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.
Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες.
Υψώνονται σαν δάχτυλα στα χάη,
στην κορυφή τους τ' άπειρο αντηχάει,
μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.
Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,
χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.
Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.



ΦΥΓΕ, Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΝΟΣΤΑΛΓΕΙ...

Φύγε κι άσε με μοναχό, που βλέπω να πληθαίνει
απάνω η νύχτα, και βαθιά να γίνονται τα χάη.
Ούτε του πόνου η θύμηση σε λίγο πια δε μένει,
κι είμαι άνθος που φυλλοροεί στο χέρι σου και πάει
Φύγε καθώς τα χρόνια κείνα εφύγανε, που μόνον
μια λέξη σου ήταν, στη ζωή, για μένα σαν παιάνας.
Τώρα τα χείλη μου διψούν το φίλημα της μάνας,
της μάνας γης, και ανοίγοντας στο γέλιο των αιώνων
Φύγε, η καρδιά μου νοσταλγεί την άπειρη γαλήνη!
Ταράζει και η ανάσα σου τα μαύρα της Στυγός
νερά, που με πηγαίνουν, όπως είμαι ναυαγός,
εκεί, στο απόλυο Μηδέν, στην Απεραντοσύνη.


ΕΠΙΚΛΗΣΙΣ

Ζοφερή Νύχτα, ξέρω, πλησιάζεις.
Με ζητούνε τα νύχια σου. Στα χνώτα
σου βλέπω που ωχριούν άνθη και φώτα.
Στ' απλωμένα φτερά σου με σκεπάζεις.

Δωσ' μου λίγο καιρό, Νύχτα μεγάλη!
Θα καταβάλω όλη τη θέλησή μου.
Σα μορφασμό θα πάρω στη μορφή μου
τη χαρά που στα στήθη έχουν οι άλλοι.

Και τότε κάποια πρόφαση θα μείνει
(σημαίας κουρέλι από χαμένη μάχη),
η ψυχή για να μη δειλιά μονάχη
και για να λησμονεί τη σκέψη εκείνη.


Το πάθος όχι, το ίνδαλμά του μόνο,
ή τη γαλήνη, θέλω ν' αντικρίσω
μια φορά. Κι ύστερα πάρε με πίσω
και καλά τύλιξε με, ω Νύχτα αιώνων!







ΣΤΟ ΑΓΑΛΜΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
ΠΟΥ ΦΩΤΙΖΕΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

Λευτεριά, Λευτεριά σχίζει, δαγκάνει
τους ουρανούς το στέμμα σου. Το φως σου,
χωρίς να καίει, τυφλώνει το λαό σου.
Πεταλούδες χρυσές οι Αμερικάνοι,
λογαριάζουν, πόσα δολάρια κάνει
σήμερα το υπερούσιο μέταλλό σου.

Λευτεριά, Λευτεριά, θα σ' αγοράσουν
μεποροι και κονσόρτια κι εβραίοι.
Είναι πολλά του αιώνος μας τα χρέη,
πολλές οι αμαρτίες, που θα διαβάσουν
οι γενεές, όταν σε παρομοιάσουν
με το προτραίτο του Dorian Gray.

Λευτεριά, Λευτεριά, σε νοσταλγούνε,
μακρινά δάση, ρημαγμένοι κήποι,
όσοι άνθρωποι προσδέχονται τη λύπη
σαν έπαθλο του αγώνος, και μοχθούνε,
και τη ζωή τους εξακολουθούνε,
νεκροί που η καθιέρωσις του λείπει.



ΑΠΟΣΤΡΟΦΗ

Φθονώ την τύχη σας, προνομιούχα
πλάσματα, κούκλες ιαπωνικές.
Κομψά, ρόδινα μέλη πλαστικές
γραμμές, μεταξωτά, διαφανή ρούχα.

Ζωή σας όλη τα ωραία σας μάτια.
Στα χείλη μόνο οι λέξεις των παθών.
Ένα έχετ' όνειρο: τον αγαθόν
άντρα σας και τα νόμιμα κρεβάτια.

Χορός ημιπαρθένων, δυο δυο,
μ' αλύγιστο το σώμα, θριαμβευτικά,
επίσημα και τελετουργικά,
πηγαίνετε στο ντάνσιγκ ή στο ωδείο.

Εκεί απειράριθμες παίρνετε πόζες.
Σαν τη σελήνη πριν ρομαντικές,
αύριο παναγίες, όσο προχτές,
ακούοντας τη «Valenzia», σκαμπρόζες.

Ένα διάστημα παίζετε το τέρας
με τα τέσσερα πόδια κολλητά.
Τρέχετε και διαβάζετε μετά
τον οδηγό σας «δια τα μητέρας».

Ω, να μπορούσε έτσι κανείς να θάλλη,
μέγα ρόδο κάποιας ώρας χρυσής,
ή να βυθομετρούσατε και σεις
με μια φουρκέτα τ' άδειο σας κεφάλι!

Ατίθασα μέλη, διαφανή ρούχα,
γλοιώδη στόματα υποκριτικά,
ανυποψίαστα, μηδενικά
πλάσματα, και γι' αυτό προνομιούχα...




ΥΠΟΘΗΚΑΙ

Οταν οι άνθρωποι θέλουν να πονείς,
μπορούνε με χείλιους τρόπους.
Ρίξε το όπλο και σωριάσου πρηνής,
όταν ακούσεις ανθρώπους.

Οταν ακούσεις ποδοβολητά
λύκων, ο Θεός μαζί σου!
Ξαπλώσου χάμου με μάτια κλειστά
και κράτησε την πνοή σου.

Κράτησε κάποιον τόπο μυστικό,
στον πλατύ κόσμο μια θέση.
Οταν οι άνθρωποι θέλουν το κακό,
του δίνουν όψη ν' αρέσει.

Του δίνουν λόγια χρυσά, που νικούν
με την πειθώ, με το ψέμα,
όταν [οι] άνθρωποι διαφιλονικούν
τη σάρκα σου και το αίμα.

Οταν έχεις μια παιδική καρδιά
και δεν έχεις ένα φίλο,
πήγαινε βάλε βέρα στα κλαδιά,
στη μπουτονέρια σου φύλλο.

Ασε τα γύναια και το μαστροπό
Λαό σου, Ρώμε Φιλύρα.
Σε βάραθρο πέφτοντας αγριωπό,
κράτησε σκήπτρο και λύρα.



ΩΧΡΑ ΣΠΕΙΡΟΧΑΙΤΗ

Ηταν ωραία σύνολα τα επιστημονικά
βιβλία, οι αιματόχαρες εικόνες τους, η φίλη
που αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικά,
ωραίο κι ό,τι μας εδίναν τα φευγαλέα της χείλη...

Το μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά, με τόση
επιμονή, που ανοίξαμε για να 'μπει σαν κυρία
η Τρέλα στο κεφάλι μας, έπειτα να κλειδώσει.
Τώρα η ζωή μας γίνεται ξένη, παλιά ιστορία.

Το λογικό, τα αισθήματα μάς είναι πολυτέλεια,
βάρος, και τα χαρίζουμε του κάθε συνετού.
Κρατούμε την παρόρμηση, τα παιδικά μας γέλια,
το ένστικτο ν' αφηνόμεθα στα χέρι του Θεού.

Μια κωμωδία η πλάση Του σαν είναι φρικαλέα,
Εκείνος, που έχει πάντοτε την πρόθεση καλή,
ευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία
-- ω, κωμωδία! -- το θάμπωμα, τ' όνειρο, την άχλυ.


...Κι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίλη,
στο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος, όταν,
γελώντας αινιγματικά, μας έδινε τα χείλη
κι έβλεπε το ενδεχόμενο, την άβυσσο που ερχόταν.




Η ΠΕΔΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟΝ
(Πίναξ Ημιτελής)

Έχει πια δύσι ο ήλιος του χιεμώνα,
και γρήγορα, σα θέατρο, σκοτεινιάζει,
ή σα να πέφτει πέπλο σε μια εικόνα.
άλλο δε βρίσκει ο άνεμος, ταράζει
μόνο τ' αγκάθια στην πεδιάδα όλη,
μόνο κάποιο χαρτί σ' όλη τη φύση.
Μα το χαριτωμένο περιβόλι
αίμα και δάκρυα το' χουνε ποτίσει.
Αδιάκοπα τα δέντρα ξεκινούνε,
κι οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σα χέρια
τον ουρανό που σύννεφα περνούνε,
τον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια.

(Ωραίο, φρικτό και απέριττο τοπίον!
Ελαιογραφία μεγάλου διδασκάλου.
Αλλά του λείπει μια σειρά ερειπίων
κι η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου.)

ΜΙΚΡΗ ΑΣΥΜΦΩΝΙΑ ΣΕ Α ΜΕΙΖΟΝ

Α! κύριε, κύριε Μαλακάση,
ποιος θα βρεθεί να μας δικάσει,
μικρόν εμέ κι εσάς μεγάλο
ίδια τον ένα και τον άλλο;
Τους τρόπους, το παράστημά σας,
το θελκτικό μειδίαμά σας,
το monocle που σας βοηθάει
να βλέπετε μόνο στο πλάι
και μόνο αυτούς να χαιρετάτε
όσοι μοιάζουν αριστοκράται,
την περιποιημένη φάτσα,
την υπεροπτική γκριμάτσα
από τη μια μεριά να βάλει
της ζυγαριάς, κι από την άλλη
πλάστιγγα να βροντήσω κάτου,
μισητό σκήνωμα, θανάτου
άθυρμα, συντριμμένο βάζον,
εγώ, κύμβαλον αλαλάζον.
Α! κύριε, κύριε Μαλακάση,
ποιος τελευταίος θα γελάσει;



ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ
ΠΕΝΘΙΜΟ ΚΑΙ ΚΑΤΑΚΟΡΥΦΟ

Στο ταβάνι βλέπω τους γύψους.
Μαίανδροι στο χορό τους με τραβάνε.
Η ευτυχία μου, σκέπτομαι, θα 'ναι
ζήτημα ύψους.

Σύμβολα ζωής υπερτέρας,
ρόδα αναλλοίωτα, μετουσιωμένα,
λευκές άκανθες ολόγυρα σ' ένα
Αμάλθειο κέρας.

(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος,
πόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου!)
Ονειρο ανάγλυφο, θα 'ρθω κοντά σου
κατακορύφως.

Οι ορίχοντες θα μ' έχουν πνίξει.
Σ' όλα τα κλίματα, σ' όλα τα πλάτη,
αγώνες για το ψωμί και το αλάτι,
έρωτες, πλήξη.

Α! πρέπει τώρα να φορέσω
τ' ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι.
Ετσι, με πλαίσιο γύρω το ταβάνι,
πολύ θ' αρέσω.



ΙΔΑΝΙΚΟΙ ΑΥΤΟΧΕΙΡΕΣ

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα, παίρνουν
τα παλιά, φυλαγμένα γράμματά τους,
διαβάζουν ήσυχα, κι έπειτα σέρνουν
για τελευταία φορά τα βήματά τους.

Ηταν η ζωή τους, λένε, τραγωδία.
Θεέ μου, το φρικτό γέλιο των ανθρώπων,
τα δάκρυα, ο ίδρως, η νοσταλγία
των ουρανών, η ερημιά των τόπων.

Στέκονται στο παράθυρο, κοιτάνε
τα δέντρα, τα παιδιά, πέρα τη φύση,
τους μαρμαράδες που σφυροκοπάνε,
τον ήλιο που για πάντα θέλει δύσει.

Oλα τελείωσαν. Το σημείωμα να το,
σύντομο, απλό, βαθύ, καθώς ταιριάζει,
αδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο
για κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζει.


Βλέπουν τον καθρέφτη, βλέπουν την ώρα,
ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος,
«όλα τελείωσαν» ψιθυρίζουν «τώρα»,
πως θ' αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος..





ΔΙΚΑΙΩΣΙΣ

Τότε λοιπόν αδέσποτο θ' αφήσω
να βουίζει το Τραγούδι απάνωθέ μου.
Τα χάχανα του κόσμου, και του ανέμου
το σφύριγμα, θα του κρατούν τον ίσο.

Θα ξαπλωθώ, τα μάτια μου θα κλείσω,
και ο ίδιος θα γελώ καθώς ποτέ μου.
«Καληνύχτα, το φως χαιρέτισέ μου»
θα πω στον τελευταίο που θ' αντικρύσω.

Οταν αργά θα παίρνουμε το δρόμο,
η παρουσία μου κάπως θα βαραίνει
-- πρώτη φορά -- σε τέσσερων τον ώμο.


Υστερα, και του βίου μου την προσπάθεια
αμείβοντας, το φτυάρι θα με ραίνει
ωραία ωραία με χώμα και με αγκάθια.




ΠΡΕΒΕΖΑ

θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και τα κεραμύδια,
θάνατος οι γυναίκες, που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.

Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι
με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη
ο ήλιος, θάνατος μες στους θανάτους.

Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει
για να ζυγίση μια «ελλειπή» μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι,
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.

Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ' ακούσουμε την μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης
πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.

Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
«Υπάρχω;» λες, κ' ύστερα «δεν υπάρχεις!»
Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.
Ισως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης.

Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.



[ΟΤΑΝ ΚΑΤΕΒΟΥΜΕ ΤΗ ΣΚΑΛΑ...]

Οταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμε
στους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε,
αυστηροί, γνώριμοι, αόριστοι φίλοι,
μ' ένα χαμόγελο στ' ανύπαρκτα τους χείλη;

Τουλάχιστον δωπέρα είμαστε μόνοι.
Περνάει η μέρα μας, η άλλη ξημερώνει,
και μες στα μάτια μας διατηρούμε ακόμα
κάτι που δίνει στα πράγμα χρώμα.

Αλλά εκεί κάτου τι να πούμε, πού να πάμε;
Αναγκαστικά ένας τον άλλον θα κοιτάμε,
με κομμένα τα χέρια στους αγκώνες,
ασάλευτοι σαν πρόσωπα σε εικόνες.

Αν έρθη κανείς την πλάκα μας να χτυπήση,
θα φαντάζεται πως έχουμε ζήσει.
Αν πάρη ένα τριαντάφυλλο ή αφίση χάμου,
το τριαντάφυλλο θα 'ναι της άμμου.

Κι αν ποτέ στα νύχια μας ανασηκωθούμε,
τις βίλλες του Posillipo θα ιδούμε,
Κύριε, Κύριε, και το τερραίν του Παραδείσου
όπου θα παίζουν crieket οι οπαδοί σου.--





LES MORTES M' ECOUTENT...
(Jean Moreas)

Μέσα στους τάφους κατοικώ, μόνο οι νεκροί μ' ακούνε,
εχθρός πάντα θανάσιμος θα μείνω του εαυτού μου,
οι ανίδεοι και οι αχάριστοι τη δάφνη μου κρατούνε
οργώνω κι άλλοι χαίρονται το κάρπισμα του αγρού μου.

Κανένα δε ζηλοφθονώ. Η οδύνη τι με νοιάζει,
τριγύρω το ακατάλυτο μίσος, η καταφρόνια!
Αρκεί μόνο που όσες φορές το χέρι μου σε αδράζει,
ολοένα πιο τερπνά αντηχείς, ω λύρα μου απολλώνια.



ΒΑΡΚΑΡΟΛΑ
(Laurent Tailhade)

Κυριακή. Σ' ένα βαπόρι
στριμώχτηκαν μπουρζουάδες.
Ξεφωνίζει κάθε αγόρι,
ξεμυξίζουν οι μάμαδες.

Τα σκυλιά δε λογιαράζουν
ο Σηκουάνας πόχει πνίξει,
δε φοβούνται, διασκεδάζουν
την ευγενική τους πλήξη.

«Ω, τι ζέστη, Θεέ μου, βρ΄ζει!»
βεβαιώνουν οι κυρίες,
κι επιπόλαιες κι γελοίες,

ξεκουμπώνοντας με νάζι
τα χυδαία ντεκολτέ τους,
διευκολύνουν τους εμέτους.


AINSI J' AI DANS MA BELLE PIPE...
(Francis Carco)

Στην ωραία, φαρμακερή μου πίπα εφούμαρα
τις τελευταίες αναμνήσεις μου. Χαρτιά
έβαλα για προσάναμμα στη φωτιά,
στίχους, χειρόφραφα, βιβλία με φούμαρα.

Νεκρός, θα 'μαι σαν άθλιο ακταστάλαγμα
στη μνήμη φίλων, συμποσιαστών.
Μα θα 'χω λησμονήσει τα πλήθη των αστών,
τη δόξα, το χρήμα και το συνάλλαγμα.



SPLEEN
(Charles Baudelaire)

Είμαι σαν κάποιο βασιλιά σε μια σκοτεινή χώρα,
πλούσιον, αλλά χωρίς ισχύ, νέον, αλλά από τώρα
γέρο, που τους παιδαγωγούς φεύγει, περιφρονεί,
και την ανία του να διώξει ματαιοπονεί
μ' όσες μπαλάντες απαγγέλει ο γελωτοποιός του.

Τίποτε δε φαιδρύνει πια το μέτωπο του αρρώστου,
ούτε οι κυρίες ημίγυμνες, που είν' έτοιμες να πουν,
αν το θελήσει, πως πολύ πολύ τον αγαπούν,
ούτε η αγέλη των σκυλιών, οι ιέρακες, το κυνήγι,
ούτε ο λαός. Προστρέχοντας, η πόρτα όταν ανοίγει.

Γίνεται μνήμα το βαρύ κρεβάτι του, κι αυτός,
χωρίς ένα χαμόγελο, σέρνεται σκελετός.
Χρυσάφι κι αν του φτιάχνουν οι σοφοί, δε θα μπορέσουν
το σαπισμένο τού είναι του στοιχείο ν' αφαιρέσουν,

και με τα αιμάτινα λουτρά, τέχνη ρωμαϊκή,
ιδιοτροπίατων ισχυρών τότε γεροντική,
να δώσουνε θερμότητα σ' αυτό το πτώμα που έχει
μόνο της Λήθης το νερό στις φλέβες του και τρέχει.


ΕΠΙΛΟΓΟΣ
(Από το γαλλικό του Georges Rodenbach)

Φθινόπωρο είναι, βρέχει, να, και ο χρόνος όλο σβήνει!
Η νιότη σβήνει, σβήνεις, ω προσπάθεια ευγενική,
που μόνο εσέ θα σκεφτούμε πεθαίνοντας, σεμνή
προσπάθεια να περάσουμε και το Έργο μας να μείνει.

Αχ! πάει κι αυτή που μ' έθρεφεν ελπίδα η πιο μεγάλη·
μάταιο σαν άλλα ονείρατα, τ' όνειρο πάει κι αυτό.
Όλα περνούν, οι πόθοι μας περνούν, ένα βουητό,
περνούμε, τέλος οι ίδιοι εμείς για να 'ρθουν αύριο
περνούμε τέλος οι ίδιος εμείς για να 'ρθουν αύριον άλλοι.

Γιρλάντα η δόξα εμάδησε κι είναι οι γιορτές φυγάτες.
Μόνο πικρία μένει σ' εκείνον που 'χε ονειρευτεί
πολύ να μην επέθανε και λίγο να σωθεί
και κάπως ναν τον αγαπούν χρόνοι, καιροί διαβάτες!

Αλίμονο! Με ρόδο τον εαυτό μου παρομοιάζω,
με ρόδο που μαραίνεται και γίνεται χλωμό!
Αίμα δεν τρέχει· θα 'λεγε κανείς πως φυλλοροώ...
Κι αφού πια τώρα ενύχτωσε -- για θάνατο νυστάζω!