Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2013

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΝΕΤΑΣ ΠΟΙΗΣΗ

Νηνεμία

Τη θάλασσα διψώ, την θεογόνα,
του στολιστή το χέρι στα βαθιά.
Ας είχα του πελάγου μια σταγόνα,
σπουδή να τήνε κάνω στ’ ανοιχτά.

Το βάπτισμα να πάρω του ανέμου,
την δύναμη της βρόχινης ροπής,
η ομίχλη να στραγγίζει απάνωθέ μου,
του ορίζοντα να μένω εραστής.

Στις γέφυρες να βρίσκομαι τα βράδια,
τ’ αστέρια ν’ αναλάμπουν στις σκιές,
και μέσα στο λυκόφως, τα σκοτάδια
να παίρνουνε παράξενες μορφές.

Ιέρεια, του μύθου κολυμβήθρα,
το κάλεσμα προσμένω στην ακτή.
Με τρίχινο βαφτήρι εδώ που ήρθα,

σταρώνω με τ’ αλάτι το κορμί. 


Θυμάμαι 

Όπου κι αν βρίσκομαι, όπου και να ’μαι,
θέλω ταξίδια και καράβια, να θυμάμαι.
Θέλω του φάρου, τ ’ άγιο φως που περιστρέφει,
να μου φωτίζει κάθε σκέψη, που επιστρέφει.

Οσμίζομαι τη θάλασσα, όπως ήταν πρώτα,
και πάλι, σκέφτομαι, του καραβιού τη ρότα.
Καθώς, στη σκέψη βρίσκομαι κοντά του,
νιώθω πρωτόπειρο πουλί, στο πέταγμά του.

Βλέπω, στο σχήμα των συννέφων, κάστρα!
Με φως κατάλαμπρο, τη σελήνη και τ’ άστρα.
Καθώς, πολλές οι στιγμές πανωθέ μου,
τα ξέφρενα λόγια θυμάμαι, τ’ ανέμου.

Εικόνες άπειρες, που μου θυμίζουν
παλιές φωτογραφίες μου, που κιτρινίζουν.
Που χρόνια τώρα, κρέμονται στον τοίχο, 

και φέρουν στοχασμό, σ’ ενθύμιο στίχο. 


Έτσι…

Έτσι, όπως θάμπωσε η σελήνη,
με κείνο, το χλωμό – κίτρινο φως…
Να ’ταν ο πόθος μου κρυφός,
μόνο για κείνη…?

Έτσι, όπως γνώρισα τ’ αστέρια,
και το γαλάζιο χρώμα τ’ ουρανού…
Να ‘ταν η ομίχλη του πρωινού,
η τόσο αιθέρια…?

Έτσι, όπως γνώρισα την πλάση -
και αυτή μου η πίκρα να γραφτεί…
Να ‘ταν η κτήση να χαλάσει,
χωρίς αυτή…?

Έτσι, όπως μίλησα στο γλάρο,
κι απάντησε με μια κραυγή:
Να ‘ταν, μαζί μου να σε πάρω,
χωρίς αυτή…?

Έτσι, όπως στάλαζε η βροχούλα,
και σκέψεις έρχονταν στο νου…
Nα ‘ταν η ανάποδη βαρκούλα,
κάποιου αλλουνού…?

Κι έτσι, όπως θάμπωνε η σελήνη,
με κείνο, το χλωμό – κίτρινο φως…
Έγιν’ η Θάλασσα καημός…
Έτσ’ είναι κείνη…!


Θύμηση 
Πάλι χθες στο εικονοστάσι σαν να σβήστηκε το φως μου·
γιε μου - εσύ, πικρό κομμάτι της ζωής μου, μακρινό...
Σε ποιας Θάλασσας τη μέση, σε ποιαν άκρη αυτού του κόσμου
ταξιδεύεις, και δεν βλέπω πίσω να ΄χεις γυρισμό?

Σαν να μου χτυπάει την πόρτα κάθε θόρυβος που φτάνει
μα στην κάμαρά σου, γιε μου, το κρεβάτι σου αδειανό.
Το κρεβάτι αυτό που στρώνω και χαϊδεύω, - που ’χα ’γιάνει
το κορμάκι σου εκεί πάνω· τώρα μοιάζει νεκρικό.

Θέλω λίγο ν’ αγκαλιάσω την ανέγγιχτη ψυχή σου
πριν τα μάτια μου σφαλίσω και δεν έχουν μνήμη πια.
Έλα, εγώ μονάκριβέ μου που καρτέραα τη ζωή σου
και τη στόλιζα με τ’ άνθη της ψυχής μου, γιασεμιά.

Πριν η νύχτα χαμηλώσει και μ’ αγγίξει το σκοτάδι
και σ’ αυτό το εικονοστάσι πια το φως μου σκορπιστεί,
έλα να σ’ αγγίξει λίγο της υστέρησης το χάδι,
και της θύμησής σου ο πόνος κάπως μέσα μου σβηστεί.
Άλιος γέρων

Ας υποθέσουμε

Πως ο ήλιος εξώθησε, ή γκρεμίστηκε, πέρα!
- Τι μικροί θα φαινόμασταν των εκείνων στιγμών…
Των αστέρων που θα 'σβηνε, η πολύφωτη βέρα,
θα θρηνούσε στα δάχτυλα των λαμπρών ποιητών.

Πως η νύχτα ξεχάστηκε, πως λησμόνησε η μέρα.
Πως η φύσις αντέδρασε σε μια κάποια πληγή.
Πως οι κόρες γεννήθηκαν σε μιαν άκαρπη σφαίρα.
Πως τα δέντρα μαράθηκαν μες στην άνυδρη γη.

Ας υποθέσουμε

Πως τα σπίτια μας πέσανε, πως οι γιοι μας πεθάναν.
Πως αυτοί που γνωρίζαμε, δεν υπάρχουνε πια.
Ίσως, κάποιοι, που μείνανε, να ρωτήσουν: Τι κάναν?
Δείξτε τη μας, την άχρηστη, την εκείνη γενιά.

Πως κι εκείνοι, πεθάνανε. Πως πρωτόζωα ξανάρθαν.
Πως ο ήλιος, λαμπρότερα θα φωτίσει τη γη.
Μα… Τα μίση, τα πάθη μας, φονικά που ματάρθαν
έτσι, αέναα θα σκόρπιζαν πάλι αυτή τη ζωή...

Ας υποθέσουμε

Πως εσένα, που αγάπησα, να μη θέλουν να υπάρχεις.
Πως οι λέξεις πια στέρεψαν, κι ίσως, ίσως κι εσύ.
Όμως, πάντοτε, Θάλασσα, την αγάπη μου θα ‘χεις,
και υποθέτω, θα ζήσουμε, έτσι πάντα μαζί!
Το καράβι

Η νύχτα αυτή, που της αυγής προβόδισε το ντύμα,
λούζει με δάκρυα νοτερά της υγρασίας, καράβι:
Αυτό όπως πλέει μες στην ωχρή λιγόφωτη νεφέλη,
μοιάζει ταξίδι απόκοσμο να προσδοκά, σε αβύσσους.

Σε αυτό το ανέγγιχτο πυκνό και αδιόρατο σκοτάδι,
διασπάει αργά τους μυστικούς και χωροχρόνους κόσμους,
τόσο, που στ’ άφθαρτα σημεία των καταρτιών του πάνω,
μνήμες – θηλιές και γογγυσμοί, με μυστικά αχερούσια. 

Από τα ξάρτια του γκρεμοί αρχαίων οστέινων κόσμων
με λίθινες συρτές λαλιές, σαν ψαλμωδία δαιμόνων -
με αφορεσμών ονόματα κι αναθεμάτων μίσους,
αυτά τα χάη θανάσιμα διαρρήγνυαν, βρίζοντάς τα. 

Τη νύχτα αυτή, η ερεβική και μεσονύχτια σκέψη,
στους οδυρμούς της πρόσθεσε τ’ αρχαίο αυτό καράβι.
Στ’ ανοίγματα και στις οπές του μυστικού της κόσμου,
ψίθυροι - αβάσταχτοι τριγμοί· θροϊσματα υγρανθέμων.       

Πορεύομαι, 
γλάρους ακίνητους, καθώς 
τη σύναξη θωρούν, της αθερίνης.
Την Αίθρα ή την Γαλάτεια
σε πύρινες ανάμεσα ηλιαχτίδες.

Την ακύμαντη εμπρός μου Γαλάζια,
την έμβρυα βαθυκύανη άρμη.
Ξυλάρμενα και χάλκινα στον όγκο των αφρών
που σέρνουνε πεισματικοί βοριάδες λαμνοκόποι.

Της βροχής την αντίλαλη πτώση,
τους δαίμονες αφρούς δίχως απόχρωση.
Όσες αγάπησα στο θάμπος του πυρός
μάγισσες κοσμομάντισσες σε ράχες πολυκύμαντες.

Την ξέθωρη γραμμή του ορίζοντα,
τους θύσανους διάφεγγους Διόσκουρους. 

Σκιές στο διάμηκες, 
στο κιάλι της μπαλέστρας.
Εσπεράνσα 

Τη γνώρισα μια Κυριακή μες στη βροχή
κι ήθελα τόσο να της πω μια καλησπέρα,
όταν οι στάλες πέφτανε με τον αέρα
και υγραίναν του προσώπου της κάθε πτυχή.

Είχε μι’ αρχέγονη ομορφιά το σώμα της,
κισσός πλεγμένος πέφταν τα μαλλιά της,
το κόκκινο στα χείλη είχε το στόμα της
και κάτι από τα σύννεφα η ματιά της.

Πάνω της, κίτρινο φορούσε το φεγγάρι
και σκουλαρίκι έναν αστέρα λαμπερό.
Έμοιαζε κύμα ζωγραφιάς, ανέμου χάρη!
Είχε τον ήλιο περασμένο στο λαιμό.

Είχε πια φύγει όταν με πήρε το σκοτάδι,
με τη βροχή, προς ένα γκρίζο ουρανό.
Μες στα ταξίδια, είναι ο πόνος και το χάδι,
που ακολουθούν σε κάθε τόπο μακρινό… 


Ένοχές

Νύσταξες, τ’ αποτσίγαρο στο χέρι σου. Η ώρα, τρεις.
Απομεινάρια οι ενοχές πλάι στων χειλιών την άκρια.
Λευκές οι αισθήσεις. Ψίθυροι σιωπής, μιας προσευχής
ξόρκιζαν και μυρώνανε κάθε στοιχειό απ’ τα δάκρυα.

Λούζεσαι. Ανθός και νίβεσαι σ’ ένα ξυράφι φως.
Κρεμάστηκε από των χειλιών το φίλημα η ευχή σου.
Χώρεσε ο χρόνος μια ρωγμή και μου ‘γινες σοφός.
Βαρέθηκα τους στοχασμούς και την παράκρουσή σου.

Ξάγρυπνος είμαι. Φίλα με. Προβάρω τ’ απεχθές.
Η φλέβα ράγισε από χθες χολή κι άλλη δεν έχω.
Ζεις μες σε κέλυφος σκορπιού που κατοικούσα χθες.
Ξέρω σημάδι. Ρίξε μου, κι εγώ θα σε προσέχω.

Χίλια στιλέτα το κορμί. Θα σε ντυθώ ξανά.
Εγώ. Που εσένα σκέπασα την άδεια μου τη σφαίρα.
Ξημέρωσε. Ας πληρωθώ. Τα όνειρα ακριβά…
Θέλω, στη μέθη της αυγής. Έλα, μιαν άλλη μέρα…


Προσήνεμος

- Για σένα, ξάγναντα μια θάλασσα θωρώ
κι ό,τι ωφελεί τη μνήμη μου, σου γράφω.
Το κάθε σύθαμπο χαρώ
και σε καμβά το ράφω.

- Θυμούμαι, τότε που έφευγες ταξίδι σοροκάδα
κι ήρθα μικρό και κάθισα, στην πρύμνη χελιδόνι.
Λεπτουργικά, μαστόρευες μιαν άγνωστη Κυκλάδα,
στου ξύλου το τιμόνι.

- Θυμούμαι, απ’ όταν έφυγα με τη βοή του ανέμου,
τις βορινές τις θάλασσες τα πλάσματα σκοτάδια.
Τον αφρισμένο σάλαγο που σπούσε απάνωθέ μου,
θυμούμαι όλα τα βράδια.

Κάθε γραμμή του ορίζοντα τα δίπλατα λιμάνια,
της Κύπρου τα λιθόστρωτα την Δαμασκό στο βάθος.
Την Εσπεράνσα, που έφερνε στο Μπέλεμ τα βοτάνια,
και παρασέρνω λάθος.

Τον μελωδό, που κούρσεψε στο Βίδο απ’ τη Σπιανάδα,
έναν μικρόν ανάγλυφο σε στύλο Ποσειδώνα.
Και κάποια νύχτα, σε όνειρο, πως ήρθα στην Ελλάδα
για σε, ξωθιά γοργόνα. 




Ομίχλη

Εδώ, για γούστο προσκυνούν πίστης βαθύ γαλάζιο
και προσδοκούν μιας άγνωστης παντιέρας χρώμα!
Εδώ, μεσίστια κρέμομαι κι αλλάζω
στάση το σώμα.

Σινιάλο στείλε μου βροχή, δώσ’ μου μήνα το Μάρτη
και φέρε μου μια θάλασσα κι ανάμεσα στα φύκια
βυθό
· χιαστή και κρύβεσαι δεμένη στο κατάρτι,

αλήθεια:

πώς αναδύεσαι άλαλη ζωσμένη την ομίχλη;
- Σκιά στο σύννεφο η νυχτιά νύφη στα βράχια η χάση!
- Όπου φεγγάρι αγάπησες απάστραψε η σελήνη
με βιάση!

- Πού ταξιδεύεις θάνατο σωρό πάνω στο κύμα;
- Γονυπετής σε δούλο μου κι οι μάγισσες γοργόνες
θρέφουν φτερά στης πλάτης μου το σχήμα,
για αιώνες.

- Πρόβαλε σήμαντρο ρυθμό στερνά με τη σφυρίχτρα
κι ό,τι διασχίσει ανάμεσα των λιμανιών, δεμένα
μπρος να τα γείρει, αφύλαχτα, τη νύχτα
μιας άγκυρας καδένα! 



Γραίγος

- Έλα στην πλώρη να με βρεις
με το φανάρι της θυέλλης.
Από το γκρίζο της νεφέλης
μοιάζεις το φως της λυκαυγής.

Ανέβα πάνω στην ανέμη! - Δες, γυρίζει;
Βίρα την άγκυρα στη μπόμπα τη λειψή.
Αν με το σκόρτσα η ματισιά δεν τη στηρίζει,
βάλε το χέρι στην ανάγκη, το δεξί.

Παίξε σινιάλο με τα φώτα της θυέλλης
και προφυλάξου, απ’ τον καιρό που σε χτυπά.
Άμα σε χάσω από το θάμπος της νεφέλης
σε ξαναβρίσκω, στις ακτές του Μακαπά.

Σιέστα σε ρέπι, με μαυλίστρα της Μακούμπα, 
ψυχρή, σαν πράσινη γουστέρα του Νεπάλ.
Στο Πόρτο Βέλιο ταξιδεύεις, στη Καρούμπα,
στο Μάτο Γκρόσο, στη Μπραζίλια, στο Νατάλ.

- Μα τι λογιάζεις μες στο βράδυ;
Στέκω της γέφυρας σκοπός!
- Σε βγάζω μέσ’ απ’ το σκοτάδι,
στο νοερό διάχυτο φως!



Της Θάλασσας και της στεριάς
Κάθε που βράδιαζε, το σπίτι ονειρευόσουνα, 
φύλλα μυρτιάς κι ένα κλωνί βασιλικού.
Κάποια ροδιά, που από μικρός εκεί κοιμόσουνα,
τη φανταζόσουνα σκοπό, παραμυθιού.

Αυτή τη θάλασσα, σου 'λεγα, να τη σκιάζεσαι.
Δεν επιτρέπονται παιχνίδια του μυαλού.
Εδώ 'χει τέρατα - θεριά, κι αυτό να νοιάζεσαι·
δεν έχουν χώρο εδώ, τα αισθήματα του νου.

Εδώ, είν’ ο Θάνατος σκοπός, – κοίτα πώς στέκεται…
Τα παραμύθια εδώ δεν έχουνε χρησμούς.
Ούτε ορισμούς θα βρεις, η μοίρα καθώς πλέκεται,
πάλι ξεπλέκεται, με αέναους χωρισμούς.

Εδώ, χορεύουν τα στοιχειά, κι είν’ όλα δύσβατα.
Μαυροντυμένες, είν’ οι δόλιες μας ψυχές.
Πού ’ναι το φως? Πού ’ν’ της χαράς μας τα δακρύσματα?
Εδώ, φυτεύουμε οικτιρμούς, συνενοχές.

Εδώ, είν ο θόλος, το λημέρι κάθε Θάνατου!
Είν όλοι πάροδοι, με τ’ άγρια του θεού.
Εδώ, δεν έφερε κανένας μας τη μάνα του.
Ούτε λιβάνι και καντήλι, στεριανού.


ΙΙ


- Δεν έχει, δέντρα η θάλασσα, κι απάνω τους αηδόνια? 
Δεν έχει ανθρώπινες φωνές, χαρές και περιπάτους?
- Δεν έχει, δέντρα και φωνές, περίπατους κι αηδόνια.
Αυτά, που φέρουνε λαλιά, στ’ ανθρώπινα δεν μοιάζουν.

- Ούτε σταυρό? Ούτε πομπή? Ούτε κι οσμή λιβάνου?
Ούτε τα μύρα - επτάνησα των λουλουδιών μου, εκείνα…?
- Ούτε καντούνι να διαβείς, στεριά για να σε δούνε
να σε ξεπροβοδίσουνε, στ’ αχώματο μνημούρι.

- Ούτε καμπάνες, σήμαντρα, θ’ ακούσω να χτυπάνε?
Ούτ’ ένα δέντρο, τόσο δα, να ‘χει σκιά η ταφή μου?
- Ούτε σε χλόη μη δροσιστείς, ούτε να την αγγίξεις,
θα στέρξουν τα βαθύρριζα, πριν πάνω της κυλήσεις.

- Ούτ’ αδερφός, για να με δει? Παπάς, να με διαβάσει?
Ούτε αγρυπνίας συγχώρεση, μη νιώσω στις αισθήσεις? 
Ούτε την πένθιμη κραυγή, της μάνας μοιρολόγι
ν’ αφουγκραστώ και μέσα μου, να πάρω στο ταξίδι…?

- Ούτ’ αδερφός, στη θάλασσα, ούτε μητέρα, μπαίνει…
Ούτε σταυρός, ούτε πομπή, ούτε κι οσμή, λιβάνου.
Σ’ αυτήν εδώ, τη θάλασσα, μήτε και Χάρος, μένει…
Σαν βρεις εξώθυρα να μπεις, δεν βρίσκεις, για να φύγεις…


IΙΙ


- Εδώ, σ’ αυτή τη Θάλασσα, μάτι δε φτάνει ανθρώπου?
- Ούτε κι ανθρώπινες φωνές θ' ακούσεις, να μιλάνε.
Εδώ, μόνο γλαρόπουλα που σιγοτραγουδάνε,
που ‘χουν παιδιάτικες φωνές, όμοιες με των αγγέλων.

Εδώ, δεν έχει ένα κλωνί, χορτάρι να πατήσεις,
ούτε παράθυρο ανοιχτό, ρημάδι, λίγο κήπο.
Δεν έχει δρόμο να διαβείς, πόρτα, ν' ακούσεις χτύπο.
Εδώ, η σιωπή είν’ ανείπωτη, μόνο αφρισμοί κυμάτων.

Εδώ, δεν έχει να χαρείς, ν’ αγαπηθείς, δεν έχει!
Ούτε 'χει μάνα κι αδερφή, κάποιον, να σου μιλήσει.
Μόνο ακατάληπτες φωνές, μόνο θυμοί και μίση.
Εδώ, δεν έχει πεθαμό, μόνο πνιγμό έχει, μόνο...
Άλμπα

- Δροσοσταλάζει ο άνεμος, και στης αυγής τ’ αγιάζι
θάλλουν της θάλασσας μικρά, παράξενα λουλούδια…
- Άκου τον γλάρο, ποιητή, και πες μου, γιατί κράζει
με τούτα τ’ ακατάληπτα του μισεμού τραγούδια;

- Πούθε ανεμίζει ο γλάρος σου, με γελαστή την όψη
και σκώπτης μοιάζει, καθώς λες, τραγούδια που πειράζουν;
- Στο ανάγερμα, κάθε φορά στου μαχαιριού την κόψη
μοιάζουν οι τύψεις, θα ’λεγα, σαν γλάροι που μου κράζουν.

- Θες να του ρίξω να πληγεί, να πέσει να χτυπήσει,
ν’ αφροκοπά στα κύματα μήπως σ’ αναγαλλιάσει;
- Πλερέζα στ’ άρμπουρο φορώ κι έχω καιρό κινήσει
μια βυθοκόρο, ψάχνοντας βυθό, να μ’ αγκαλιάσει!

- Τον πορτολάνο κράτησε γερά, στα δυο σου χέρια
και δώσε του μια μολυβιά, μετά, κι όπου σ’ αρέσει…
- Στον αστρολάβο ρύθμισα του ορίζοντα τ’ αστέρια
κι αυτά που ’δαν τα μάτια μου… Θεός να συγχωρέσει…



Αστρολάβος

Στον Νίκο Καββαδία

- Το ιστορικό σου, το ’γραψες με το φελί του βράχου
και χάραξες με μι’ άγκυρα, βυθούς του ωκεανού.
Είχαν πληγές τα μέλη σου, πληγές λοξές του αμάχου,
που ’χει γνωρίσει θάλασσες κάτωθε τ’ ουρανού.

- Το σκουλαρίκι χρύσωσα, μέλημα της θαφής μου.
Της εκκλησιάς τα σύμβολα κρέμασα στο λαιμό.
Στο ξέθωρο, κάπως λευκό της ναυτικής στολής μου,
φέρω ναυάγια, κι εύχροο πανσπερμικό βυθό.

- Είσαι το σφύριγμα χορδής, στον μυθικό αέρα!
Ο γητευτής της θάλασσας βαθιά στις αποικίες.
Είσαι μια γέννηση διαρκής, στον ύφαλο και πέρα
ένας βυθός αντίθετος στις τυμπανοκρουσίες. 

-Στοίχειωσα κάτου απ’ τ’ αστρικά, στο φως του σημαντήρα,
κι ως στιχουργός της θάλασσας αχός, μνήμες θα ραίνω.
Μακρόσυρτα λυπητερός ζυγώνω απ’ την πορφύρα
και γλάρος μεσ’ ακούγομαι, στα βάθη της να κρένω!…

- Στη γλωσσική σου έκφραση, μεθώ πολλά, και λάβω
το πρώτο της εικόνας σου, της ναυτικής σου γνώσης!
Έχω καιρό στα χέρια μου έναν μικρό αστρολάβο
και ψάχνω τον αστέρα σου, με φόβο, πριν της πτώσης…



Εξάντας 

Κακότροπος, έχω καιρό σε απάνεμο ποδίσει
και τη παντιέρα σήκωσα, μεσίστια στο κατάρτι.
Μ’ έχουν ξεχάσει ολότελα, και ποιος να με ζητήσει
όταν, κι αυτοί που γνώριζα, με σβήσανε απ’ το χάρτη;

- Τι προδικάζεις; Στρέψετα πυξάρι τα κουπιά σου
και βέργισε τη θάλασσα, διαπόρι ν’ ανταμώσεις! 
Κι αν οι καιροί, τα πάλλευκα γυμνώσουνε πανιά σου,
από το κάσαρο, ίσαμε την πλώρη, να τ’ απλώσεις!

- Θέλω πιαστώ απ’ τα χάλκινα, του τρίποδου πισσέψη,
να βαφτιστώ και μέσα του, σκουριά να γίνω, θέλω!
- Το ανεμολόγι αγάπησες, και ποιος να σε πιστέψει
όταν τα γράμματα, καιρό, μου φτάνουν σε μπορντέλο;

- Το σκέφτομαι, μήνες πολλούς, προσάρτηση να γίνω
και δίπλα σας θε να βρεθώ με μια περπατησιά μου!
Μ’ ανάθεμα τη θάλασσα, κι αν το νερό της πίνω,
αίμα θα γίνει θάλασσα, να σπάσει την καρδιά μου.

- Αγάπα θάλασσες λοιπόν, παντρέψου τη Στριδώνα,
πιάσε βυθούς και, πρώτιστα, δούλεψε με τη στύση…
Διώξε λεχώνα την ξανθιά τη φίλη σου γοργόνα
και στείλε την στη μάνα σου, να την παρηγορήσει.

- Το καλντερίμι διάβαινα, το πέτρινο δρομάκι,
κι ανασκιρτούσα μέσα μου καθώς για να σε δω!…
( Ανασκευάζω σήμερα σα να ’μουνα παιδάκι,
όμως, ήμουν ανέργαστος, μικρός να συντηρώ! )

- Μόλησα την καλούμα σου, εδώ, απ’ τ’ ανηφόρι
και να σ’ αδράξω θέλησα, παιδί που λαχταρώ.
Τη ρεντιγκότα φόρεσε, τ’ όμορφο πανωφόρι,
κι αν σε κρατούν τα κύματα, κάτσε, όσο καιρό… 



Ναύδετο

- Καθώς θα λύνω, κάθε κόμπο του σταυρού,
σ’ ένα ποδόστημα θα γράψω σερενάδα
να σ’ τη σκορπίσω στον αγέρα, με λιακάδα…
- Ψέματα λες, στην άκρη του γιαλού

μαΐστρος φύσηξε, και σ’ άκουσα να λες:
« Ένα κοχύλι θα κρεμάσω στο λαιμό σου…»
Όμως, το ξέρω, είναι η θάλασσα καημός σου
κι εσύ βιγλάτορας· στα τείχη του βυθού

ήχο λεπτό, σου μινυρίζει ένα τραγούδι
ο παντοδότης Ποσειδώνας φύλακάς σου.
Βρήκε λιμάνι επά στο μέρος της καρδιάς σου…
- Έλα, της θάλασσας ανέγγιχτο λουλούδι,

πάνω στο κύμα, μ’ ένα σέπαλο ας με φτάσεις
μεθυστικό, να με δροσίσει τ’ άρωμά σου!
Νύχτα, στο γραίγο έχω βαφτίσει τ’ όνομά σου
« Όρκη… Σε ναύδετο προσμένω να περάσεις…


Θαλασσοκόρη

- Φέρνω νυχτέρι από παλιό Σαντορινιό
και μια μποτίλια, μαυροδάφνη από την Κρήτη.
Μέσα σε πήλινο, αρχέγονο απ’ τη Χιό,
που ’χε μεθύσει ο Ποσειδών την Αμφιτρίτη.

- Έλα!... Θα σου ’χω ένα τραπέζι προσφορές
κι από φουντάδο, ασημόφτιαχτο δικέλλι.
Τα δισκοπότηρα, μυθώδη απ’ τις Αιγές,
που τα ’χε τάξει ο Μακεδόνας στη Νεφέλη.

Την υπνοφόρο μαυροδάφνη σου θ’ ανοίξω
που την ανάσα, ξαναδίνει του πνιγμένου.
Και πλάι στο θρόνο του θανάτου θα τη ρίξω,
τις Ερινύες να μεθώ του αδικημένου.

Και την αυγή, με τις καλόμορφες Νηρηίδες,
θα ταξιδέψουμε μαζί για την Αθήνα.
Καθώς θα φτάνουμε ανοιχτά στις Σκειρωνίδες,
απ’ τα βαθιά θα ξαναδείς την Ελευσίνα.

- Μήνες φορτώνω απ’ τον Ευφράτη κεχριμπάρι.
Τους πειρατές χτυπώ να φτάσω στη Μελίτη.
Για το Σιπάρ, μάλαμα φέρνω σε πιθάρι,
από ρεσάλτο στη Φοινίκη.

Θα γίνω κάτοικος και σχήμα αυτής της άμμου.
Σημίτης σκλάβος στην κοιλάδα της Νιπούρ,
για να ’βρω διάδημα σμαράγδι της Περγάμου
να σ’ το φορέσω στην αρχαία στοά της Ουρ.

Σμίλη προβάρω να χαράξω τον γρανίτη.
Βραχογραφώ την Αμορίτικη μορφή σου.
Και μια βραδιά στο καπηλειό του Ελαμίτη,
μεθώ για πάντα με το νέκταρ της ψυχής σου.



Σθενώ 

«Κυκλόφερνε η Σθενώ μέσα στη νύχτα
φιδογλιστρώντας στα νερά της καταιγίδας.
Την ξέκρινα στη λάμψη των κεριών
στο κύμα της υδάτινης παγίδας.» 
………………………………


Στραφτάλιζε βαρύ άρμα οχτάτροχο
στη ρούγα του βυθού για τα ταξίδια.
Στο ξάγναντο οι κοπέλες με τα γλύφανα
λαξεύανε του θρόνου τα πλουμίδια.

Συνόδευαν στο πλάι εφτά δελφίνισσες
με κάτασπρους ασφόδελους του πόνου.
Και σπάγανε με σάλαγο τα κύματα
μικρές θαλασσοκράτειρες του θρόνου.

Μνημόνευαν σοφούς πάνω στο δώμα της
που σύριζαν βαριά μες στο σκοτάδι.
Στο θάμπος των κεριών έμοιαζαν δαίμονες
που πέταγαν πηγαίνοντας στον Άδη.

Ανέβαζαν πνιγμένους όπου γνώρισαν
τον θάνατο, κρυμμένοι στην αγκάλη τους.
Νεράιδες των βυθών σκουτιά τους ντύνανε
καθώς η νύχτα σκέπαζε τα κάλλη τους.


Ομόθρονη στο εφτάπυλο τους δίκαζε
μαντάτορας, πιστή της Αμφιτρίτης.
Και πίσωθε ο Πρωτέας διαβολόσχημος
ν’ αλλάζει, και να παίρνει τη μορφή της.

Παντόθες οδυρμός, μέσα στο δώμα της
συνάρχοντες, φρουροί, νεκρός που αγκομαχούσε.
Στο φλίισμα του ακρόβραχου με ζύγωσε,
και φώναξε η Σθενώ που αχολογούσε:

«Θα μοιάζω από συθέμελα στην Έριδα!
Σαν βράχος, που το κύμα μαστιγώνει.
Βαριά όμως κατάρα στέκει απάνω μου
που τώρα χίλια χρόνια με πληγώνει.

Αν σ’ έκαμα να κλάψεις, για ό,τι αντίκρισες
ακούμπησε άμα θέλεις πάνωθέ μου.
Ο θάνατος κι αν χτύπησε αλάθητα
ανάλαφρη πνοή μοιάζει του ανέμου.

Πολύχρωμο χαλί σκέπει τα πέρατα!
Με πορφυρό ο ήλιος βάφει όλα τα νέφη.
Κι αποκοιμιέται - αν θες - ο πόνος μέσα μας
στους ράθυμους ρυθμούς τα μάτια στρέφει.


Αντιγνωμία

- Πάει καιρός, που ανάλαφρα την ταξιδεύω.
Για την ανεύρετη ομορφιά για τ’ αφρισμένα χείλη.
Για τ’ όνειρο, της λευτεριάς του μακρινού πελάγου.
Για τις χαρές, που μου ’δωσε, κι αυτή με τη σιωπή της…

Το κεντημένο αγάπησα, στον ήλιο της φουστάνι.
Τα θάμνα, τ’ αφροστόλιστα και λυγερά μαλλιά της:
Καθώς διαβαίναν τα πουλιά κι ακούρμαζαν οι γλάροι,
το φτέρωμά τους χάιδευε με το γαλάζιο χέρι.

- Αναζητώντας, μέσα μου την τρυφερή φωνή της,
 
το θέλησα, ταξιδευτή, να βυθιστώ μαζί της.
Με τη σφοδρή ανατάραξε παλάμη, την ψυχή μου.
Με θέλησε στα κύματα, σα να ’τανε η καλή μου.

Με μέθυσε, κάποιαν αυγή με το χαμόγελό της,
με το κρασί του αλμόλοιπου, με λαχταράει δικό της
και με γλεντάει στ’ ακρόβραχο, εκεί που σπάει το κύμα,
εκεί μου φτιάχνει γλυκερό το τελευταίο μου σχήμα.


 Θάλασσα ΙΙ

Άλλαξε τ’ άγριο κύμα σου και το δασύ μαλλί σου
και βάλε νύφης το λευκό, το ανάριο της Θαλάσσης.
Στρώσε σε κλίνη ανέγγιχτη το δροσερό κορμί σου...
Θα νυμφευτώ σε, Θάλασσα, να με χορτάσεις!

- Ντύσε τον, Νύχτα, τ’ ακριβό το μαύρο σου κοστούμι
κι εσείς, αστέρια, δώσετε τις διαμαντόπετρές σας!
Φέρετε και τα στέφανα, τα χρυσοδαχτυλίδια·
ο Ποσειδώνας έρχεται κι οι Διόσκουροι μαζί του.

Κι αυτοί, - που γνώρισαν πνιγμό χωρίς Θανάτου αιτία,
κι όσοι από με πικράνθηκαν κι απ’ άδικο χαθήκαν,
έρχονται, ν’ αντικρίσουνε την ομορφιά του κόσμου.
Να πρωτοδούν ποιος έφτασε. Ποιος μου ζητά το χέρι.

- Άνεμο στείλε μου, κι εγώ θα νυμφευτώ μαζί σου
και σ’ άλλης γης τα σύμπαντα, θα προσδοκώ ταξίδια!
Τη μυθική, αν απέδωσα στιχουργικά, μορφή σου,
είναι γιατί όσα μου ’δωσε, ποτέ δεν ήταν ίδια.


Πες μου
κορμί που αγάπησα και ρίγησα εκεί πάνω
και στ’ όνομά σου, γέννησα ζωγράφους, ποιητές,
πόσο πολύ μ’ αρνήθηκες και στο χαμό δε φτάνω?
Ποιος προσδοκά ένα μάρμαρο, χώμα και προσευχές?

Πες μου

κορμί που αγνάντευα, στης ξενιτιάς τα μπάρκα
κι ήμουν εγώ στολίδι σου, κι ήσουν εσύ, για με…
Μήπως και δεν αγάπησα την άγρια υγρή σου σάρκα?
Όμοια, ποιος σε τραγούδησε, όπως εγώ, καημέ?

Πες μου

κορμί απ’ το δάκρυ μου, που κύτταρό σου υπάρχω,
που τιμητής σου απέγινα κι απόμεινα στερνός,
νύχτα, σαν έρθει ο Θάνατος και βρει κρίματα να ‘χω,
ως πελαγίσιος θα κριθώ, ή ως κάποιος… στεριανός?



Υδροδόκη
Χρώμα γαλάζιο
πασίχαρο στα μάτια μου,
Δεκαοχτώ χρονών.

Στα κύματα, νυμφεύτηκα
την έκταση ομορφιά σου.

Στις άκρες των χειλιών σου, συλλέγω
ρανίδες λάμπουσες,
κι ανάγλυφες βαθύχροες θαλασσόπετρες.

Θαυμαστικό σου τ’ όνομα!
Να μου σκορπίζεις, κι εγώ
δοξαστικά να σε συλλέγω…

 - Όταν θα γίνεις
σκοτάδια σχήματα, καλόμορφε,
θα σε διακρίνω!
Γενάρη μήνα,
καθώς θα ντύνουν
σκουτιά τη σάρκα σου,
άρμη και ψύχος.

- Σε σχήματα,
ενάλιος γύρισα
να σ’ αντικρίσω
στο λυκαυγές,
σε βράχο,
- Να σπάζει αφρός -
κι εσύ
γύρω του ασώματη
ν’ ασθμαίνεις,
αιφνίδια,
λεύτερη.

 Αντιπαραθέσεις

- Με κρατούσες· και μ’ έχασες σε μια μάχη του νόστου.
Οι καιροί δεν το θέλησαν να με δεις άλλο πια.
- Απ’ τον Έρωτα κρύφτηκες πριν ξυπνήσει ο σκοπός του
και στοχεύσει τα βέλη του, στη δική σου καρδιά.

Μοιάζει κάποιος να σου ‘κλεψε την αγάπη στο ζύγι.
- Η σκουριά που ‘δα στ’ όνειρο σε καδένα χρυσή.
- Απ’ τη στάμπα που μου ‘φτιαξες ‘μείναν γλάροι πια λίγοι.
- Θα ‘ν’ η αγάπη που φτέρωσε σ’ άλλο μπράτσο – νησί.

- Κάμα η γλώσσα σου δίκοπη, βλέπω το αίμα που στάζει.
- Κρεμασμένος μου φαίνεσαι σε κατάρτι ψιλό.
- Με σιμώσανε θάνατοι, δες, το σώμα μου αλλάζει.
Κοίταξέ με. - Τι σου 'φταιξα. - Άφησέ με. - Γελώ.

Μύρα οσμίζομαι κι έρωτα. Τι το σώμα σου λούζεις?
- Δανεική… Ποιος σε κράτησε στην απόψε αγκαλιά?
- Κάποιο χέρι σε χάιδεψε και παράταιρα σκούζεις.
- Ίδιο χέρι... (Μη νιώσει... στη σκληρή της καρδιά.)


Νίνα

Μια νυχτιά φθινοπώρου, στους κορμιού της την αύρα
ως αφέθηκες, είπε: «πώς σ’ αγάπησα, τόσο...
Του κορμιού της το θαύμα που λικνίζονταν, όσο
το κοιτούσες στο τζάμι του κλειστού παραθύρου

σε συνέπαιρνε! Και είδες, τη φυκιάδα της κόμη
σαν πολύσπερμο δάσος, στου γκρεμνού της την πλάτη.
Και στο μπλε των ματιών της, στων ακτών τους την άκρη,
είδες μέσα καράβια ν’ αρμενίζουν, τους πόντους.

Πόσες άγκυρες, ξέσυρες για να φτάσεις και πάλι
στερημένος, να πέσεις στη γλυκιάν αγκαλιά της.
Μα σε πείσμα, της μοίρας σου το κύμα, ζητούσε
το γαλάζιο μονόρουχο κάποιας θάλασσας άλλης…


Άλλη δε θέλω
Άλλο δε θέλω, από να ζω μες στ’ αφρισμένα της μαλλιά,
τα πότε αγριεμένα,
κι άλλοτε μέσα στα νερά που με γεμίζουνε χαρά,
τα ήρεμ’ αφημένα.

Άλλη δε θέλησα, γιατί όσες κι αν έζησα πολύ,
αυτή μου εστάθει,
κι όπως με θέλησε κι αυτή, έτσι τη θέλησα, γιατί
δεν είχε λάθη.

Άλλη μπορούσα ν’ αγαπώ, όμως αυτή σκέφτομ’ εγώ,
αυτή και μόνο.
Αυτή μου γέμισε χαρά την πληγωμένη μου καρδιά,
αυτή στον πόνο.

Άλλη δεν ξέρω, όπως αυτή, κι άμα το θέλησε κι αυτή
πληγή να γίνει…
πριν προς στο Θάνατο σπρωχτώ, θα θέλω να την αγαπώ,
όσο κι εκείνη.

Άλλο δε θέλω, από να πω: Πως όταν μέσα μου ποθώ,
να ‘μαι κοντά της,
πόσο το θέλω να πονώ, γι αυτό και τήνε στιχουργώ,
ζώντας μακριά της...





 Μορφές και χρώματα

- Διαπλέοντας, φανταστικό υποβρύχιο διάκοσμο,
διακρίνουμε παράξενα σχηματικά στους βράχους
κι αγκυροβόλια παλαιών παροπλισμένων πλοίων.
Σκιές ενάλιες στη δομή μας δυσκολεύουν κάπως,
όμως περίσσια το ηλιοφώς στα σκοτεινά μας στέλνει
θριαμβικές δέσμες φωτός, μορφές ωραίων θυσάνων.

- Θύσανοι φωτός, ας παρασυρθούν,
να δώσουν θαύμα στην ψυχή σας
κι ό,τι σύνθεση χρωματική.
Ας παρασυρθείτε ορμητικά
στους μαγεμένους υγρούς κήπους,
που νεράιδες υφαίνουν μορφές και χρώματα.
Πλάσματα αινιγματικά, σχεδόν αόρατα
διασχίζουν τους αμέτρητους κοραλλιοϋφάλους –
υδρόζωα άπειρα, εντυπωσιακά και ψάρια παραδείσια,
σε λιβάδια κοραλλιογενή ελαφοκέρατα:
Εχθρός το κύμα, κι ο αδιάκοπος ανασασμός
της σάρκας τους το μάρμαρο πληγώνει.


Τι θέλω

Το πλοίο, να κυλάει αργά, στην φεγγαρόλουστη θάλασσα.
Του φουγάρου οι σπινθήρες, να φτάνουν στον ουρανό
και να γίνονται άστρα πεντάγωνα.
Τα άστρα, να γίνονται μοσχεύματα της ψυχής μου,
κλυδωνισμοί μεσονύχτιοι
κι έρεβος λευκό στους όρμους της.
Τα μάτια μου, φωταγωγοί να εναλλάσσονται.


Να κρούουν εικόνες στα κάτοπτρα,
και να με συντροφεύει ο ‘Μεγάλος Θαλασσινός’
στην ιόνια γη των πατέρων μου,
στη συναρμογή των λέξεων,
ως να κατοικήσω την διαδοχή
φυλάχτορας, της κουπαστής των πόντων.
Ως να υψωθώ στον δροσισμένο αέρα
γλάρος, με χορτασμένη την ψυχή από θάλασσα.
Ατλαντίς

Με την πλεύση μου θα ’θελα
ν’ αντικρίσω σε, πόλη στην άρμη,
βαπτισμένη στα δάκρυα του αλμόλοιπου.

Να σε δω στων αφρών την αθάλη
ως ανθό των κοράλλινων κάμπων,
αγριλίδα στην ένυδρη φύση.

Στην ειρκτή μοναξιά των κυμάτων
των καημών νοσταλγός σου να γίνω,
στον απόμακρο αχό των Σειρήνων.

Στην απάνεμη αγκάλη των βράχων
Ατλαντίδα να ’ρθείς στο σκοτάδι,
με την πλεύση μου θα ’θελα!





Οξυτέρα Εγγυτάτη

- Ρέουσα κοινότητα παντοδύναμη,
μακρινή Ανδρομέδα προήλθες
·
μυθική στην άβυσσο.

- Στην αιθρία,
κατοικώ την ξηρά κυματούσα,
ανωνύμων συρρέω ακρομόλων.

Σε κοιλάδα θολή, βυθισμένη
καρτερώ μυστικής αμμοδόκης.

- Παντοδότειρα!…
τους λαούς ν’ αναθρέψεις,
στον αφρό της Μεσόγειος.



Ουτοπία

Θωρώ στην αχτή την απείραχτην άμμο της.
Την πυκνόφυτη γη, με τις δύσβατες άσπες.
Δεν χαρώ νυσταγμό τόσα χρόνια θωρώντας την
κ’ είν’ ανώφελη πια μια στεριά που δεν φτάνω.

Ας βυθίσω μεμιάς την πλανεύτρα την σκέψη μου.
Στην αδιάβατη γη να βρεθώ της ψυχής μου,
μέχρις ότου τ’ άμορφα νέφη σκορπίσουνε
και ξανά πάλι δω την μικρή της Κασσιόπη.


Ορίζοντας
Διαβάτες σιωπηλοί μοιάζουν τα κύματα
Θολά φαντάσματα τα σύννεφα που φτάνουν
Πρόβαλε κι ο θόρυβος που κάνουν
Σειρήνες στο στρατί του μισεμού

Με σκέψεις που τις διάβρωσε η αρμύρα
Συχνά παραλληλίζουν πως η μοίρα
Τις στέλνει σ’ αφιλόξενες πατρίδες
Ακοίμητες στα μάτια τις κοιτάζουν
Τα χείλη τους κινούν και τις προστάζουν
Σιωπή

Στους νυχτοφώτιστους φανούς
Σπουδή θα πάθουν και φοβέρα
Αλλιώτικη του ξίφους που αντικρίζεις
Κατάβαση αστραπής φτάνει μια μέρα
Κι εμείς

Σε τούτο το στρατί του μισεμού
Ταξίδι με το φως και τον αέρα
Τ’ αμπάρια μας δοσμένα σε μια ρότα
Φορτώσανε τ’ αστέρια τ’ ουρανού
Σαν πρώτα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου