Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2013

Μπλάντυ Μαίρη

Μπλάντυ Μαίρη


Παρασυρμένη από το δέντρο-τέρας της Αλέκας, άρχισα να διαβάζω την "Εγκυκλοπαίδεια των τεράτων" του Γιώργου Μπλάνα. Η Αιματομαρία (πιο γνωστή ως Μπλάντυ Μαίρη) έδωσε την έμπνευση:



«Σταμάτα πια σου λέω να φτιάχνεις τα μαλλιά σου! Δεν με λυπάσαι;»
Μαύρα μαλλιά στιλπνά νυχτερινά μπρος στον καθρέφτη. Τινάχτηκαν. Γύρισε τρομαγμένη ελάφι.
Εκείνος άνοιξε την πόρτα. Φεύγει τρέχοντας.

Επάνω σ’ αρμυρό νερό κυλάει η νύχτα των θαυμάτων. Πρόσεχε!
Άδειος καθρέφτης κοιτάζει το δωμάτιο. Μια πολυθρόνα κόκκινο βελούδο με νυχιές στο μπράτσο από την γάτα, ένα κλειστό παράθυρο και μια γωνία από ντουλάπα βαμμένη πράσινο κυπαρισσιού.
«Τι ακαταστασία!...» Σκύβει για να μαζέψει περιοδικά κι εφημερίδες απ’ το πάτωμα, μα τα μαλλιά της την τυφλώνουν, πέφτουν μπροστά, μπερδεύονται στα κουμπιά του φουστανιού της. Σηκώνεται, τα δένει νευρικά με λαστιχάκι.

Ξέχασε η ομορφιά να βάλει χαλινάρι κι άφρισε. Τόσες φορές σου είπα, μη τρέχεις έτσι
μεθυσμένος.

Γυρίζει ξαφνικά. Μπροστά της. Μουσκεμένος.
«Μα κάνει ζέστη σήμερα… Πού βράχηκες;... Άνοιξε τον ανεμιστήρα σε παρακαλώ… να φύγει αυτό που έρχεται…»
Δεν την κοιτάζει. Ξαπλώνει στο κρεβάτι. Μπρούμυτα. Το χέρι κρεμασμένο. Να το πιάσει; Που ακουμπάει στο πάτωμα γυμνό, σπασμένο. Η γη της πανικός. Να περιστρέφεται γύρω απ’ τον αφαλό της.
«Πού χτύπησες;»
«Δεν χτύπησα. Παράτα με!»
«Μα έχεις αίμα…»

Η νύχτα μούσκεμα με βάθος δυο πηγάδια, δεν του μιλάει για τα νερόφιδα. Σωπαίνει.
Περιμένει.

«Δεν βλέπεις; Δεν αντέχω…»
«Τι δεν αντέχεις;»
«Να σε βλέπω!... Τόσο όμορφη…»
«Μα…»
«Σκάσε επιτέλους! Πεθαίνω εξ αιτίας σου. Νύχτα τη νύχτα.»
«Τα μαλλιά μου είναι;… Πες μου. Τα μαλλιά μου ή ο καθρέφτης;…»
Γυρίζει αργά το πρόσωπό του κρύβοντας τα μάτια με το χέρι.
«Με τυφλώνεις…»
«Δεν είμαι εγώ… ο καθρέφτης… Κοίτα!»
«Ξέρω… ξέρω… τα ίδια κάθε βράδυ…»

Το αίμα αρχίζει να συρίζει…
«…Το ίδιο ψέμα κυνηγάω να το πιάσω. Κάθε βράδυ. Να το σκοτώσω. Μα μου φεύγει… Εκεί. Στην άκρη της πλατείας. Κρύβεται κάτω από το παγκάκι τη στιγμή που σβήνω το τσιγάρο αποφασισμένος. Κι έπειτα χάνεται μες στους θάμνους. Το ακούω που σέρνεται κοροϊδεύοντας, με τ’ άσπρα δόντια του να κροταλίζουν.»

…άρχισε κιόλας να γελάει καλπάζοντας μες στον καθρέφτη

«Δεν είναι τίποτα γλυκέ μου, θα περάσει…»
«Πώς;… Κουράστηκα…»
«Μαζί θα πάμε να το κυνηγήσουμε.»
«Μαζί;! Δεν γίνεται! Εσύ γεννάς τις νύχτες!. Κάθε νύχτα. Σε βλέπω εδώ μπροστά μου στο κρεβάτι να γεννάς. Κι έπειτα φεύγεις. Πας λες να πιεις νερό. Ποιος ξέρει τι κάνεις στην κουζίνα… φοβάμαι πλέκεις τα μαλλιά σου… Εσύ με πλέκεις στα μαλλιά σου! Μη σου φύγω!»
«Μα τι λές;… Εγώ;…»
«Εσύ! Εσύ!»

Επάνω στην ντουλάπα ένας χορός μικρά τυφλά ποντίκια χοροπηδούν μ’ εξαλλοσύνη
ακατανόητη. Μαύρα συρσίματα παντού.

«Εγώ τα κόβω τα μαλλιά μου! Τώρα! Σύρριζα! Ορίστε, να! Το βλέπεις; Να μη γλιστράς τις νύχτες… κοίτα!»
Σιωπή. Κι άλλη σιωπή.
Σιωπή.
Δειλά τραβά το χέρι από τα μάτια.
«Πού είσαι; Κρύφτηκες; Γιατί δεν μου μιλάς; Πού χάθηκες;»
Σηκώνεται. Πηγαίνει στον καθρέφτη. Κοιτάζει μέσα. Εκείνη. Ματωμένη. Τα μαύρα της μαλλιά δεμένα στους καρπούς της. Πρόσωπο ρημαγμένο. Ψαλιδιές. Η ομορφιά κομμάτια.
«Τι έκανες;… Μαρία… Μαρία… Μαρία…»
Πάει να φύγει φρικιασμένος. Ορμάει εκείνη.
«Άσε με! Δεν αντέχω! Φεύγω!»
Πέφτει με λύσσα πάνω του. Σπαράζει.

Μαύρα συρσίματα παντού. Νερά αρμυρά αφρισμένα. Τυφλά ποντίκια να χορεύουν.
Αίμα της ομορφιάς λυτό. Μια τρέλα.

Εκείνη βγαίνει από την κουζίνα με το κεφάλι ξυρισμένο. Τον βλέπει μπρος στον καθρέφτη σωριασμένο. Μέσα στα αίματα. Δίπλα του το ψαλίδι. Τρέχει τον αγκαλιάζει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου