Το "άλυτο αίνιγμα"
Η... θανάσιμη ομορφιά της "ματωμένης Μαίρης" μου θύμισε την "Μυθολογία του ωραίου" του Δ. Καπετανάκη. Μια γεύση του παθιασμένου λόγου του, που σίγουρα "φιλοσοφεί γνήσια για την ομορφιά":
"Ποιος φιλοσοφεί γνήσια για την ομορφιά;
Όχι εκείνος βέβαια, που το πρόβλημα της ομορφιάς πνευματικά μόνο τον απασχολεί και δεν τον συγκλονίζει ολόκληρο (…) Για την ομορφιά δεν μπορεί να φιλοσοφήσει παρά όποιος την είδε πραγματικά. Το πραγματικό κάλλος όμως σε πολύ λίγους αποκαλύπτεται. (…)
Η συνάντηση με την ομορφιά είναι πάντα τραγική. (…)
Όποιος είδε ζωντανό το κάλλος, δεν ζει παρά γι’ αυτό: για να το κατακτήσει, αν όχι στο απόλυτο ερωτικό αγκάλιασμα, τουλάχιστον με το λογικό του, λύνοντας το αίνιγμά του, ή με τις πλαστικές δυνάμεις του, κλείνοντας την ουσία του μεσ’ στο καλλιτέχνημα, που ο ίδιος θα δημιουργήσει.
Όποιος φιλοσοφεί γνήσια για το κάλλος, δεν φιλοσοφεί μονο με τη σκέψη. Το πάθος του λόγου του κινείται μαζί με τις διψασμένες αισθήσεις και τ’ ανήσυχα χέρια του, που ζητούν να πλάσουν και να πιάσουν ό,τι πληγώνει και ξεσχίζει τον νου, όπως και κάθε άλλο ανθρώπινο μέσον, που θέλει να το κατακτήσει.
Το πάθος αυτό κι ο πόνος, που πυρπολούν και ματώνουν ολόκληρο τον άνθρωπο, τον κάμνουν εξαιρετικά συγκεκριμένο και πραγματικό. Τον φορτώνουν με όλο το βάρος του εαυτού του, με την ευθύνη ολόκληρης της ύπαρξής του. Τον φυλάγουν από κάθε διασκόρπιση, διασκέδαση, διάλυση. Τον ρίχνουν άστεγο, μονάχο και γυμνό μέσ’ στο σκληρό ύπαιθρο της πραγματικότητας, όπου οι μάστιγες των ερωτικών ανέμων τον διώχνουν αλύπητα ως τις άκριες του κόσμου, εκεί που μαύρο ανοιγεται το φρικτό χάος. Ρίγη του ανεξιχνίαστου τον εγγίζουν κι αισθάνεται πνοές του θανάτου να τον χαϊδεύουν. Για να μην γκρεμισθεί στην άβυσσο του μηδενός, που χάσκει εμπρός του, αναγκάζεται να συγκεντρωθεί και να συσπειρωθεί ολόκληρος. Πρέπει να μαζέψει όλες του τις δυνάμεις για ν’ αντιμετωπίσει τη θύελλα, που τον μαστίζει, και την εκμηδένιση, που τον απειλεί. Εκεί τον φέρνει το αντίκρυσμα της πραγματικής ομορφιάς. (…)
‘‘Σκόπελο της λογικής’’ είχε ονομάσει κάποτε ο Πλάτεν την ομορφιά. Τόσο η καφτερή λάμψη της γοητείας της, όσο και το παγερό σκοτάδι του μυστηρίου της μπορούν όσο λίγες άλλες δυνάμεις να θρυμματίσουν τη λογική μας. Και σαν λίγες όμως άλλες δυνάμεις μπορούν να θέσουν σε κίνηση το ματωμένο μας λόγο, που πληγωμένος βρίσκει τον εαυτό του κι αποκτά οξύτητα κι ορμή, που κάποτε τού δίνουν ικανότητες υπερβατικές. Τότε ο εκλεκτός ακούει τη φωνή του Θεού. Τότε ‘‘κατόψεταί τι θαυμαστόν την φύσιν καλόν, τούτο εκείνο, ού δη ένεκεν και οι έμπροσθεν πάντες πόνοι ήσαν’’*. Την κάτοψη όμως αυτή, που μας αποζημιώνει τόσο πλούσια για το προηγούμενο μαρτύριο, δεν μπορούμε να την εκβιάσομε. Μπορεί και να πεθάνομε χωρίς να μας δοθεί. Ασφαλώς θα πεθάνομε χωρίς να μας δοθεί. Η Διοτίμα αμφέβαλε αν κι αυτός ακόμη ο Σωκράτης θα γινόταν απ’ τους εκλεκτούς. Για τους ανθρώπους το κάλλος μένει άλυτο αίνιγμα. Το κάλλος είναι ένα απ’ τα όρια, όπου προσκρούουν οι ανθρώπινες δυνατότητές μας με τον τραγικότερο τρόπο. Πίσω απ’ το κάλλος υψώνεται ο Θεός ή χάσκει το μηδέν –το τίποτα.»
* Πλάτων, Συμπόσιον 210e
"Ποιος φιλοσοφεί γνήσια για την ομορφιά;
Όχι εκείνος βέβαια, που το πρόβλημα της ομορφιάς πνευματικά μόνο τον απασχολεί και δεν τον συγκλονίζει ολόκληρο (…) Για την ομορφιά δεν μπορεί να φιλοσοφήσει παρά όποιος την είδε πραγματικά. Το πραγματικό κάλλος όμως σε πολύ λίγους αποκαλύπτεται. (…)
Η συνάντηση με την ομορφιά είναι πάντα τραγική. (…)
Όποιος είδε ζωντανό το κάλλος, δεν ζει παρά γι’ αυτό: για να το κατακτήσει, αν όχι στο απόλυτο ερωτικό αγκάλιασμα, τουλάχιστον με το λογικό του, λύνοντας το αίνιγμά του, ή με τις πλαστικές δυνάμεις του, κλείνοντας την ουσία του μεσ’ στο καλλιτέχνημα, που ο ίδιος θα δημιουργήσει.
Όποιος φιλοσοφεί γνήσια για το κάλλος, δεν φιλοσοφεί μονο με τη σκέψη. Το πάθος του λόγου του κινείται μαζί με τις διψασμένες αισθήσεις και τ’ ανήσυχα χέρια του, που ζητούν να πλάσουν και να πιάσουν ό,τι πληγώνει και ξεσχίζει τον νου, όπως και κάθε άλλο ανθρώπινο μέσον, που θέλει να το κατακτήσει.
Το πάθος αυτό κι ο πόνος, που πυρπολούν και ματώνουν ολόκληρο τον άνθρωπο, τον κάμνουν εξαιρετικά συγκεκριμένο και πραγματικό. Τον φορτώνουν με όλο το βάρος του εαυτού του, με την ευθύνη ολόκληρης της ύπαρξής του. Τον φυλάγουν από κάθε διασκόρπιση, διασκέδαση, διάλυση. Τον ρίχνουν άστεγο, μονάχο και γυμνό μέσ’ στο σκληρό ύπαιθρο της πραγματικότητας, όπου οι μάστιγες των ερωτικών ανέμων τον διώχνουν αλύπητα ως τις άκριες του κόσμου, εκεί που μαύρο ανοιγεται το φρικτό χάος. Ρίγη του ανεξιχνίαστου τον εγγίζουν κι αισθάνεται πνοές του θανάτου να τον χαϊδεύουν. Για να μην γκρεμισθεί στην άβυσσο του μηδενός, που χάσκει εμπρός του, αναγκάζεται να συγκεντρωθεί και να συσπειρωθεί ολόκληρος. Πρέπει να μαζέψει όλες του τις δυνάμεις για ν’ αντιμετωπίσει τη θύελλα, που τον μαστίζει, και την εκμηδένιση, που τον απειλεί. Εκεί τον φέρνει το αντίκρυσμα της πραγματικής ομορφιάς. (…)
‘‘Σκόπελο της λογικής’’ είχε ονομάσει κάποτε ο Πλάτεν την ομορφιά. Τόσο η καφτερή λάμψη της γοητείας της, όσο και το παγερό σκοτάδι του μυστηρίου της μπορούν όσο λίγες άλλες δυνάμεις να θρυμματίσουν τη λογική μας. Και σαν λίγες όμως άλλες δυνάμεις μπορούν να θέσουν σε κίνηση το ματωμένο μας λόγο, που πληγωμένος βρίσκει τον εαυτό του κι αποκτά οξύτητα κι ορμή, που κάποτε τού δίνουν ικανότητες υπερβατικές. Τότε ο εκλεκτός ακούει τη φωνή του Θεού. Τότε ‘‘κατόψεταί τι θαυμαστόν την φύσιν καλόν, τούτο εκείνο, ού δη ένεκεν και οι έμπροσθεν πάντες πόνοι ήσαν’’*. Την κάτοψη όμως αυτή, που μας αποζημιώνει τόσο πλούσια για το προηγούμενο μαρτύριο, δεν μπορούμε να την εκβιάσομε. Μπορεί και να πεθάνομε χωρίς να μας δοθεί. Ασφαλώς θα πεθάνομε χωρίς να μας δοθεί. Η Διοτίμα αμφέβαλε αν κι αυτός ακόμη ο Σωκράτης θα γινόταν απ’ τους εκλεκτούς. Για τους ανθρώπους το κάλλος μένει άλυτο αίνιγμα. Το κάλλος είναι ένα απ’ τα όρια, όπου προσκρούουν οι ανθρώπινες δυνατότητές μας με τον τραγικότερο τρόπο. Πίσω απ’ το κάλλος υψώνεται ο Θεός ή χάσκει το μηδέν –το τίποτα.»
* Πλάτων, Συμπόσιον 210e
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου