ΦΟΒΟΣ ΜΙΑΣ ΑΙΩΡΟΥΜΕΝΗΣ ΨΥΧΗΣ...
Παντα πιστευε στα παραμυθια. Όχι στα παιδικα παραμυθια, Σταχτοπουτα, Χιονατη και τετοια… Όχι. Πιστευε στο παραμυθενιο της ζωης. Την φανταζοταν ομορφη, γεματη ερωτα και ευτυχια και παθη. Ηθελε να πιστευει τα παραμυθια γιατι θεωρουσε πως αλλιως τιποτα δεν θα ειχε νοημα. Όλα φαινονταν πολύ αδεια και μικρα χωρις τη μαγεια του παραμυθιου.
Ως παιδι, υπηρξε πολύ ευτυχισμενη. Όλα ηταν ομορφα και ανεμελα. Καθαρα. Ζουσε σε μια δεμενη οικογενεια με γονεις που την λατρευαν, που δεν τσακωθηκαν ποτε, με φιλους, με χαρα.
Ως εφηβος δεν περασε καλά. Μεγαλωσε αποτομα και δεν μπορουσε να πιστεψει πια στο παραμυθι. Ηταν η πολυτελεια των χαζων, αυτό ελεγε αργοτερα κι αυτό ηταν που στοιχειωσε ολοκληρη τη ζωη της.
Ερωτευτηκε στα 13 για πρωτη φορα και κρατησε δυο χρονια. Ηταν μεγαλος ερωτας. Με παθος. Ο ερωτας που αν εβρισκε ανταποκριση ειχε ολες τις προδιαγραφες να γινει ο ερωτας του παραμυθιου που τοτε περιμενε να ζησει. Δεν βρηκε όμως. Κι εκεινη πληγωθηκε ανεπανορθωτα. Αν το ειχε ζησει, μπορει να ηταν ενας ολοτελα διαφορετικος ανθρωπος σημερα. Μπορει να ειχε ζησει ευτυχισμενη. Μπορει τωρα, να ηταν ακομα ζωντανη.
Δεν αυτοκτονησε γι`αυτόν. Δεν θ`αυτοκτονουσε για κανεναν αντρα. Από κουραση ηταν.
Αυτος ηταν καθικι. Δεν την προσεξε ποτε, δεν ειδε όλα αυτά που εκεινη τοσο λαχταρουσε να του δωσει, χωρις κανενα ανταλλαγμα. Δεν ηταν καν φιλοι. Μονο την μειωνε αυτος. Την κοροϊδευε και την εβριζε. Ετσι, γιατι απλως δεν την συμπαθουσε. Ποτε του δεν σκεφτηκε ότι ακομα κι αν δεν την συμπαθουσε, εκεινη ηταν ανθρωπος. Ενιωθε και πονουσε. Ηταν παιδι ακομη τοτε, η ψυχουλα της τοσο ευαισθητη και τρυφερη, αμαθη στη σκληροτητα του κοσμου.
Λιγα χρονια μετα ισως και να ειχε το κουραγιο να τον αντιμετωπισει, να του πει να παει να γαμηθει γιατι είναι ο μεγαλυτερος μαλακας του κοσμου κι εκεινη θα ειχε προχωρησει. Αλλα όχι στα 13 της. Όχι στον πρωτο, μεγαλο, εφηβικο ερωτα, σ`αυτόν που όλα διογκωνονται και η ψυχη του αλλου είναι υπο διαμορφωση.
Δεν του μιλησε ποτε. Δεν του ειπε ποσο τον αγαπησε, ουτε ποσο τον ερωτευτηκε, ουτε φυσικα βρηκε ποτε τη δυναμη να τον βρισει όταν συνειδητοποιησε κι η ιδια ποσο του αξιζε. Απλως τον αγνοησε. Αποφασισε να τον βγαλει από τη ζωη της και δεν τον ξαναειδε ποτε παρα μονο καποιες στιγμες στο δρομο, από μακρυα. Δεν τον ξεπερασε όμως. Δεν μπορουσε, κι αυτή τη φορα ηταν από πονο, όχι ερωτα.
Τον μισησε οσο δεν πιστευε ότι μπορουσε να μισησει ανθρωπο. Χρονια ολοκληρα εμενε ξαγρυπνη προσπαθωντας να βρει το τελειο σχεδιο εκδικησης, αυτό που θα τον εκανε να νιωσει κι εκεινος τοσο μικρος κι ασημαντος, οσο την ειχε κανει να θεωρει τον εαυτο της. Επιανε τον εαυτο της να κλαιει από χαρα στη σκεψη και μονο του θανατου του. Να αγαλλιαζει ολοκληρη…
Δεν ηταν ασχημη κοπελα. Το αντιθετο. Δεν ηταν ουτε ομορφη βεβαια, αλλα ειχε έναν ιδιαιτερο τυπο και προσωπικοτητα και θα μπορουσε να αποτελει πολο ελξης για πολλους αν δεν περνουσε εκεινο το τρακο στα 13. Μαζί του εχασε κάθε ιχνος αυτοπεποιθησης και αυτοεκτιμησης. Πιστευε πως ηταν ασχημη και πως ειχε κατι που την εκανε να φαινεται αντιπαθης στους παντες. Ότι κανεις δεν θα γυρνουσε να την κοιταξει, ότι ηταν κενη και ανουσια και αορατη. Κλειστηκε στον εαυτο της. Δεν ειχε φιλους και δεν εβγαινε εξω. Στο σχολειο δεν μιλουσε με κανεναν. Εμοιαζε να ζει σ`ένα δικο της κοσμο που δεν ειχε χωρο για κανεναν άλλο. Εγώ λεω φοβοταν.
Το παραμυθι ειχε στερεψει μεσα της. Δεν μπορουσε να πιστεψει πια σε καμια ομορφια της ζωης. Η ζωη η δικη της δεν ειχε ομορφια. Ηταν τεσσερις γκριζοι σχολικοι τοιχοι γεματοι από κακα παιδια που περιμεναν την ευκαιρια για να την πληγωσουν κι εκεινα. Δεν μπορουσε να συμπαθησει κανεναν και ειχε γινει καχυποπτη με τους παντες. Και φυσικα, δεν μπορουσε να ερωτευτει κανεναν. Ακομα κι αν καποιος της αρεσε εμφανισιακα, επειθε τον εαυτο της πως αυτό θα της κανει κακο, πως κι αυτος θα της κανει σιγουρα κακο.
Η αγαπη είναι κακο. Ο ερωτας είναι κακο. Πονανε. Σε κανουν να σαπιζεις και να χανεσαι. Και για κεινη, ηταν αληθεια. Αυτό ειχε παθει.
Ειχε χαθει μεσα σε βιβλια και ταινιες. Αυτά ηταν η μονη της διασκεδαση, η μονη ελπιδα και παρηγορια. Σε μια φανταστικη ιστορια, τα παντα μπορει να συμβουν, ακομη και θαυματα, εκει είναι ωραια η ζωη. Επιανε τον εαυτο της να ταυτιζεται επικινδυνα. Να ζει τις ταινιες και τα βιβλια, να μεγαλωνει μεσα απ`αυτά, όχι απ`τη ζωη. Μα ουσιαστικα δεν ζουσε. Εγώ λεω φοβοταν.
Αρχισε να δημιουργει δικους της κοσμους και ιστοριες, να χανεται μεσα σ`αυτά και να μην υπαρχει κανενας άλλος. Να ερωτευεται τους ηρωες των βιβλιων και των ταινιων ή τους ηθοποιους που τους ενσαρκωναν. Αυτους μπορουσε να τους ερωτευτει, ηταν μακρια της, δεν μπορουσαν να της κανουν κακο. Κι επειτα, είναι και το άλλο… σε μια φανταστικη ιστορια ακομη κι ο κακος της υποθεσης είναι συμπαθητικος!
Περασε χρονια ολοκληρα ερωτευμενη με ανθρωπους που στη ζωη της δεν υπηρχαν, ηταν πολύ μακρυα και δεν τους γνωριζε καν. Εγώ λεω φοβοταν.
Τελειωνοντας το σχολειο, αποφασισε να ασχοληθει με το θεατρο και τον κινηματογραφο. Γιατι; Μα γιατι μονο εκει θα ζουσε το παραμυθι! Όχι στη ζωη της βεβαια, αλλα στη δουλεια της θα ηταν αναγκασμενη να ζει συνεχως μεσα σε μια φανταστικη ιστορια. Καπου που όλα θα ειχαν μαγεια.
Ως ηθοποιος θα μπορουσε να ζησει ερωτες και παθη μεσα από τους ρολους της. Ως συγγραφεας θα μπορουσε να πλαθει μοιρες και ανθρωπους και ιστοριες μαγικες που αξιζε να τις ζησει κανεις. Εστω και για λιγο.
Σε περιπτωση αποτυχιας, ειχε εναλλακτικη. Θα επιανε μια πολύ απλη δουλεια, χωρις καμια ευθυνη ή προοπτικη και θα ζουσε μονη, εντελως μονη. Θα επαιρνε μια γατα για να αισθανεται και ένα δευτερο θερμοαιμο σωμα στο σπιτι της, εκτος από το δικο της και στον ελευθερο χρονο της θα διαβαζε όλα τα βιβλια που εχουν γραφτει και θα εβλεπε ολες τις ταινιες που εχουν γυριστει.
Καπως ετσι, μια μέρα μετα από χρονια, θα πεθαινε. Φυσικα μεχρι τοτε θα ειχε αλλαξει πολλες γατες, αλλα καμια απ`αυτές δεν θα την πληγωνε οσο ενας αντρας.
Εγώ λεω φοβοταν.
Τα καταφερε όμως, κι ετσι δεν χρειαστηκε ουτε τη μιζερη δουλεια, ουτε τις γατες.
Ηταν 20 χρονων όταν γνωρισε τον ανθρωπο που εμελλε να της αλλαξει τη ζωη, κι από`κει που λατρευε ολες τις καταραμενες ηρωιδες του Ουλλιαμς γιατι μαζί τους εβρισκε την απολυτη ταυτιση, αρχισε να βλεπει κι αλλα πραγματα. Σταματησε να νιωθει ανυπαρκτη.
Εκεινος ηταν μεγαλος γοης. Αλλα ηταν και καλο παιδι και καταφερε να κερδισει την συμπαθεια της παρα την καχυποψια που εξακολουθουσε να την διακατεχει. Ισως και να τον ερωτευτηκε. Όχι τρελα βεβαια, αλλα λιγο, ναι, μπορει. Όχι επειδη ηταν ομορφος, αλλα επειδη μια νυχτα που εκεινη ηταν μονη και μελαγχολικη, χαμενη καπου στο παραμυθι που δεν ερχοταν γιατι δεν υπηρχε πουθενα, εκεινος την αγκαλιασε τοσο σφιχτα οσο δεν την ειχε αγκαλιασει ποτε πριν κανεις. Όταν τον ρωτησε γιατι, εκεινος της ειπε «γιατι το εχεις αναγκη, δεν εχεις λογους να φοβασαι».
Ετσι τον ερωτευτηκε. Την εκανε να δει πως δεν ηταν ανυπαρκτη. Και πως υπαρχουν κι αλλοι ανθρωποι σαν κι εκεινη που μπορουν να νιωθουν πραγματα.
Δεν μπορεσε ποτε να είναι μαζί του. Κι ο δικος του χαρακτηρας ηταν το ιδιο κλειστος και ανασφαλης και ποτε κανεις τους δεν τολμησε να κανει κανενα βημα, μεχρι που μια μέρα χαθηκαν και δεν ξαναειδαν ο ενας τον άλλο. Ο λιγος χρονος που περασε μαζί του όμως, και οι κουβεντες που εκαναν ηταν αρκετες για να την αλλαξουν.
Αρχισε να ξαναβρισκει τη λαμψη της, μια λαμψη που παντα ειχε, αλλα ποτε δεν την αφησε να φανει γιατι δεν πιστευε στην υπαρξη της. Απεκτησε και παλι αυτοπεποιθηση, ισως και περισσοτερο από πριν, αρχισε να πιστευει πως είναι ομορφη και πως μπορει να κατακτησει τον κοσμο αν θελει γιατι είναι γυναικα και μια γυναικα εχει παντα τον τροπο. Αρχισε να παιζει με τους αντρες. Εκανε σεξ, χωρις ποτε της να είναι ερωτευμενη για να μαθει τι είναι αυτό που τους κανει να τρεχουν πισω σου και να μπορει να χειριστει τον οποιονδηποτε αντρα αν παρουσιαστει μια καταλληλη ευκαιρια. Πολύ συντομα ειχε περασει στο άλλο ακρο.
Από ένα μικρο, γεματο ανασφαλειες κοριτσακι, χωρις καμια αυτοεκτιμηση, κομπλεξικο και κλεισμενο στον εαυτο του, φρικιο σχεδον, που ποτε του δεν ειχε κανει ερωτικη σχεση και που προσπαθουσε απελπισμενα μεσα στη σκληροτητα της εποχης του να πιστεψει στα παραμυθια, εγινε το ακριβως αντιθετο. Σαν μεσα σε μια νυχτα να ειχε λειτουργησει πανω της ένα μαγικο ξορκι, κι εκεινη μεταμορφωθηκε. Ισως όχι προς το καλυτερο όμως.
Εβλεπε τον εαυτο της να αλλαζει, να γίνεται μια γυναικα που δεν πιστευε πως υπηρχε. Μια γυναικα κυνικη, απαξιωτικη απεναντι στους αλλους, εως και αδιστακτη. Δεν της αρεσε ο τροπος που αλλαζε. Εγώ λεω φοβοταν.
Ειχε πληγωθει τοσο πολύ στο παρελθον που δεν την ενοιαζε πλεον το αν θα πληγωσει κι εκεινη τους αλλους. Αρχισε να ξεχωριζει τους ανθρωπους σε χρησιμους και μη χρησιμους. Οι χρησιμοι ηταν αυτοι που ειχαν να της προσφερουν κατι, εκεινοι που μπορουσε να εκμεταλλευτει. Ολοι οι αλλοι, ηταν οι μη χρησιμοι. Συμπεριφεροταν σαν να μην υπαρχει μεσα της ιχνος συναισθηματος, σαν να εχει χτισει ένα τειχος προστασιας γυρω από την καρδια και την ψυχη της για να μην την αγγιξει πια ποτε κανεις.
Με τους αντρες που την ερωτευτηκαν διασκεδαζε πολύ. Και την ερωτευτηκαν πολλοι από τοτε που ξαναβρηκε την αυτοπεποιθηση και την λαμψη της. Εκεινη όμως δεν ερωτευτηκε κανεναν. Τους χρησιμοποιουσε για να τους πληγωνει σχεδον επιτηδες, σαν να τους το χρωστουσε. Ο τροπος που τους πληγωνε της εδινε μεγαλυτερη απολαυση ακομη κι από το ιδιο το σεξ. Υπηρχαν φορες που καταλαβαινε αυτό που ειχε γινει και δεν της αρεσε καθολου, αλλα το προτιμουσε απ`το αδυναμο και ευαλωτο κοριτσακι που καποτε υπηρξε. Τουλαχιστον τωρα ηταν αυτή η δυνατη.
Εγώ λεω φοβοταν.
Το μονο κομματι που εμενε μεσα της ανεπαφο από τον χρονο και τις αλλαγες, ηταν εκεινος. Ο μοναδικος αντρας που μπορεσε να δει μεσα της, την ψυχη της, που την αγκαλιασε επειδη το ειχε αναγκη και της ειπε να μην φοβαται. Εκεινος, που τον ερωτευτηκε αλλα δεν μπορεσε να τον αγγιξει ποτε. Κι ας ηταν ο μοναδικος που το αξιζε στ`αληθεια. Εκεινος, και οι μεγαλοι της ερωτες από τις ταινιες. Αυτά της θυμιζαν πως καποτε ηταν ανθρωπος, πως ειχε μεσα της αγαπη, κι αυτά ηταν και τα ευαλωτα σημεια της σ`ολοκληρη τη ζωη της.
Δεν εγινε ποτε μεγαλη ηθοποιος. Εβρισκε δουλειες, αλλα ηταν απ`αυτους που είναι καταδικασμενοι στη μετριοτητα. Ακομη και στα ψεματα φοβοταν τοσο πολύ ν`αφησει τον εαυτο της να νιωσει πραγματα που δεν μπορεσε ποτε να γινει καλη. Συνειδητοποιησε πως διαλεξε αυτή τη δουλεια για να ζησει το παραμυθι, να που όμως τελικα ηταν αυτή η ιδια που απεκλειε τον εαυτο της απ`αυτό. Ειρωνεια… Εγώ λεω φοβοταν.
Υπηρξε μια περιοδος που ειχε πολύ τα πανω της. Ειχε γνωρισει καποιον από την κατηγορια των «χρησιμων»! Θεατρικος παραγωγος και καλλιτεχνικος διευθυντης ενός από τα μεγαλυτερα και σοβαροτερα θεατρα της χωρας. Πενηνταρης, παντρεμενος, με δυο παιδια, αλλα τι σημασια εχει; Γνωριστηκαν τυχαια στο παρτυ ενός κοινου γνωστου. Αυτος κολλησε αμεσως. Αρχισε να τρεχει πισω της σα σκυλακι και φυσικα την εκανε και πρωταγωνιστρια. Τη γεμιζε με δωρα, κοσμηματα, φορεματα, σπιτια, αυτοκινητα. Η γυναικα του ηξερε τα παντα και κάθε τρεις και λιγο ηταν εξω από το σπιτι της και εκανε σκηνες, αλλα τι σημασια εχει; Ηταν ένας χρησιμος ανθρωπος.
Καπως ετσι ηταν ολες οι σχεσεις στη ζωη της. Χρησιμες. Πρακτικες, λογικες και καθαρα εγωιστικες. Και καπως ετσι εφτασε τα σαραντα χωρις να εχει ζησει και χωρις να εχει ευχαριστηθει τιποτα. Και καπου εκει ηταν που αρχισε να ξυπναει. Επιανε τον εαυτο της να κλαιει ασταματητα για ωρες ολοκληρες, ετσι, χωρις καμια αφορμη, να σκεφτεται τη ζωη και την καριερα της και να νιωθει αποτυχημενη, να διψαει να ερωτευτει, να αγαπησει και να δωθει σε καποιον ολοκληρωτικα, όπως ειχε δωθει τοτε σ`εκεινον, αλλα να μην υπαρχει κανεις γιατι τωρα εκεινη δεν ηταν παρα μια αποτυχημενη, σαρανταρα, ξεπεσμενη καποτε δηθεν σταρ. Ένα τιποτα. Συνειδητοποιουσε. Συνειδητοποιουσε και εβλεπε πως τωρα ηταν πραγματικα κενη και ανουσια. Τωρα, όχι τοτε… Όλα ηταν ματαια τελικα. Μετανιωνε. Ηταν αργα όμως. Μετανιωνε για ολους τους φοβους και τις ανασφαλειες που την κρατησαν μακρυα απ`τη ζωη, απ`την αγαπη και τον ερωτα, από όλα αυτά τα συναισθηματα που γεμιζουν τη ζωη σου και νιωθεις ικανοποιηση και πληροτητα ακομα κι αν δεν εισαι σταρ, και δεν εχεις αναγκη κανενα γαμημενο παραμυθι.
Ηταν η πρωτη φορα στη ζωη της που δεν φοβοταν.
Ηταν σιγουρη και ικανοποιημενη από την επιλογη της. Όταν μαθευτηκε η αυτοκτονια της, ολοι ειπαν πως δεν ηταν παρα άλλη μια ξεχασμενη σταρ που δεν αντεξε την αφανεια. Ποσο ευκολες είναι οι δικαιολογιες καποιες φορες… Μονο την ζωη δεν αντεξε, τους ανθρωπους και τη σκληροτητα τους. Κουραστηκε να ελπιζει και να περιμενει. Δεν ονειρευοταν για χρονια ολοκληρα, δεν μπορουσε, εζησε σε μια κοινωνια που σου στερει το ονειρο. Γιατι να ζησει άλλο; Μονο για την αφανεια δεν αυτοκτονησε…
Η μεταβαση ηταν ανωδυνη, σαν να σε φυσαει ένα ρευμα αερα… Κατι δροσερο, ευχαριστο και αναζωογονητικο. Κι εκεινη εγινε τοσο ελαφρια, σαν να ηταν αερας και η ιδια. Ενιωθε να πεταει κι ενιωθε μια γαληνη, μια πληροτητα, ακουγε ηχους κυματων αλλα δεν ηταν στη θαλασσα, στο σαλονι του σπιτιου της ηταν, ακομη!
Ποτε δεν πιστευε στις μεταφυσικες ιστοριες και τις επιθανατειες εμπειριες και τα λοιπα. Σιγουρα δεν περιμενε να αντικρυσει τον Παραδεισο, όχι με τη ζωη που εζησε, αλλα… ουτε κι αυτό περιμενε να αντικρυσει… Ηταν στο σπιτι της, εβλεπε το σωμα της αλλα δεν ειχε καμια υλη, πετουσε και διεσχιζε τοιχους, ενώ την ιδια στιγμη αντικρυζε ένα σωμα ιδιο με το δικο της τσουβαλιασμενο στη γωνια του πατωματος, στραγγιγμενο από αιμα. Ειχε εγκλωβιστει.
Ποτε δεν βρηκε τον εαυτο της, ποτε δεν εζησε τη ζωη και ποτε δεν γνωρισε τους ανθρωπους. Όχι όπως θα επρεπε ή εστω όπως καποτε ονειρευτηκε. Ποτε. Ποτε δεν απεκτησε τιποτα απολυτα δικο της. Γι`αυτό και ποτε δεν θα βρει τον απολυτο θανατο. Είναι εγκλωβισμενη καπου αναμεσα στους κοσμους να αιωρειται φοβισμενη –όπως εζησε- και να ψαχνει. Τι; Ουτε κι η ιδια ξερει. Δεν είναι παρα μια καταραμενη ψυχη, αιωνια δυστυχισμενη, αιωνια καταδικασμενη.
Το μονο που ηθελε ηταν ν`αγαπηθει. Εχουν περασει χρονια από τοτε που πεθανε. Κι όμως βρισκεται ακομα εδώ, αναμεσα μας, σε σενα, σε μενα, σε ολους μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου