Ποιος θα στο εξηγήσει, ποιος θα σε καθησυχάσει,
ποιος θα μαζέψει δάκρυα, αναφιλητά, παραμιλητά;
Ποιος θα σε σταυρώσει κρυφά καθώς φεύγεις;
Ποιος θα μαζέψει τις πέτρες από τον ύπνο σου;
Ποιος θα χτίσει ό,τι γκρεμίστηκε, ό,τι πήρε, ό,τι έφαγε η βροχή;
Τα πρωινά λουλούδια; Ποιος θα τα φέρει;
Ποιος θα κρύψει το κλειδί μέσα στη γλάστρα;
Τι έκανες εσύ; Πού είναι;
Είναι στη θέση του ο άνθρωπος αυτός;
Αυτός που ανοίγει τη μέρα σαν το λουλούδι.
Που μοιράζει την ευτυχία, αυτήν τη λιγοστή, την ελάχιστη
που μας έχει παραχωρηθεί, με το γέλιο, τη χειρονομία,
την αγάπη, τη σιωπή, την υπομονή, τη σοφία.
Αυτός που πληρώνει τα χρέη της νύχτας, το μερίδιό μας.
Πού είναι; Τι έκανες εσύ;
Πού είναι αυτός. Αυτός ο σεβασμός.
Αυτός που κατεβαίνει τη νύχτα ξυπόλητος
και φέρνει τα χρήματα να πληρώσει το ταξί.
Αυτός που δεν ρωτά ποτέ γιατί, πότε, ποιος, ποιοι,
τι ώρα έφυγες, τι ώρα ήρθες, τι άνθρωποι,
τι θηρία είναι αυτά, τι μηχανές, τι προβολείς, τι σειρήνες,
τι φώτα, τι στάζεις, τι αίματα, τι δάκρυα, τι φωνές,
τι κατάρες, τι εκλιπαρείς, πού γονατίζεις,
πού σέρνεσαι στα τέσσερα, πού υπογράφεις, πού χρωστάς.
Πού είναι, πού είναι αυτός ο άνθρωπος.
Γιατί έφυγε; Ποιος του έδειξε την έξοδο,
ποιος τον έδιωξε, ποιος του είπε ό,τι του είπε;
Ποιος στερεύει τις πηγές που τρέφουν τέτοιους ανθρώπους;
Ποια αφροσύνη, ποιος εγωισμός, ποια τρέλα,
ποια ανικανότητα, ποια αναπηρία ψυχής κόβει αυτή τη γλώσσα,
αυτά τα δάκρυα, αυτά τα χιόνια, ποιος; Ποιος τα αφήνει να λιώνουν;
Θοδωρής Γκόνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου