Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2013

TO KOKKINO ΜΠΑΛΟΝΙ

TO KOKKINO ΜΠΑΛΟΝΙ



Τα χερια της ετρεμαν καθως κρατουσε το τεστ εγκυμοσυνης. Φοβοταν, δεν τολμουσε να κοιταξει… Ασυνειδητα ειχε αρχισει να κλαιει. Προσευχοταν και παρακαλουσε. Ηθελε τοσο πολύ να είναι εγκυος. Ηξερε πως μετα από εκεινο το τραγικο ατυχημα, μονο ένα άλλο παιδι θα εδινε νοημα στην ζωη της. Χαμηλωσε το βλεμμα και κοιταξε το τεστ. Ηταν θετικο.
Ενιωσε να ξεχειλιζει από χαρα. Ποσο ανυπομονουσε να κρατησει στα χερια της και παλι ένα μωρο. Ένα αχνο χαμογελο σχηματιστηκε στο προσωπο της, καθως αφησε τον εαυτο της να κυλησει και να μεινει καθισμενη στο πατωμα για αρκετη ωρα…
«Σ`ευχαριστω…» ειπε κοιταζοντας ψηλα.

Δεν ειχε συνειδητοποιησει ποση ωρα περασε, μεχρι που ακουσε την πορτα και βηματα να πλησιαζουν.
«Ιωαννα;» ακουσε τον Γιωργο να φωναζει. «Που εισαι;»
«Εδώ…» του απαντησε και σε μερικα δευτερολεπτα τον αντικρυσε μπροστα της.
«Τι επαθες, τι εχεις;» την ρωτησε αναστατωμενος.
«Είμαι εγκυος.» του ειπε δειχνοντας το τεστ. Ο Γιωργος παγωνει. «Καταλαβαινεις τι σημαινει αυτό;» Ο Γιωργος εγνεψε καταφατικα.
«Πως νιωθεις;» τη ρωτησε.
«Δεν ξερω, ειμαι μπερδεμενη… από τη μια νιωθω χαρα και… αισθανομαι ότι συνεχιζω.»
Παυση. Κοιταχτηκαν. Ξερουν και οι δυο.
«…από την άλλη σκεφτομαι…»
«Ξερω.» την διεκοψε.
«Ηταν το παιδι μου. Δεν μπορω να το ξεχασω, δεν ξερω καν αν θελω!» του ειπε δακρυσμενη.
«Παιδι μας!» της απαντησε. «Κι εγώ πονεσα. Και εξακολουθω, και δεν εχω ξεχασει, ουτε προκειται…όμως καλως ή κακως εμεις ειμαστε εδώ. Και συνεχιζουμε. Πρεπει να προχωρησουμε, οσο δυσκολο κι αν είναι.»
«Δεν τον ειδες εσύ να πεθαινει!» του φωναξε, «δεν ησουν καν εκει!»
«Ναι εχεις δικιο!» φωναξε κι ο Κωστας, «αν ημουν εκει μπορει να μην ειχε συμβει τιποτα!» και μετανιωνει γι`αυτό που ειπε στο λεπτο.
Η Ιωαννα τον χαστουκιζει.
Ακολουθησε σιωπη.
«Συγνωμη…» ειπε τελικα ο Γιωργος.
«Δεν εχεις το δικαιωμα να μου το κανεις αυτό! Δεν ξερεις πως νιωθω, δεν ξερεις τιποτα. Δεν εχεις τυψεις επειδη εισαι ζωντανος! Τυψεις που δεν εισαι εσύ στη θεση του. Τυψεις… για όλα!»
«Μην το κανεις αυτό στον εαυτο σου…» της ειπε τρυφερα και την πηρε αγκαλια. «Είναι αδικο.»
«Δεν θα το ξεπερασω ποτε αυτό που εχει γινει. Κι οποτε το θυμαμαι θα ποναω.» του λεει και στο μυαλο της αστραπιαια περνα και παλι η εικονα του ατυχηματος…

Ηταν πρωι. Ειχε βγει για κατι δουλειες και ειχε παρει και τον μικρο μαζί της. Στον δρομο ειδαν ένα απ`αυτά τα παιδακια που πουλανε μπαλονια.
«Μπαλονια θελεις; Παρε κυρια ένα μπαλονι!» της φωναζε.
Ο Κωστας –ο μικρος- αρχισε να την τραβαει απ`το μανικι…
«Σελω! Μανουλα σελω!» της ελεγε ικετευτικα, ποσο ευκολα μπορεις να κανεις χαρουμενο ένα παιδι… Η Ιωαννα χαμογελασε και στραφηκε προς το παιδι.
«Δωσε μου ένα…»
Μετα πηγαν στην τραπεζα. Ειχαν απεργια κι επρεπε να σηκωσει χρηματα από το ΑΤΜ. Ηταν γυρισμενη προς το μηχανημα, ο Κωστας διπλα της, κρατωντας το μπαλονι του. Παιδι αφιρρημενο, το αφησε να φυγει και μετα το ακολουθησε. Σε κλασματα δευτερολεπτου ειχε φτασει στο δρομο. Ο ηχος του φρεναρισματος, οι φωνες, ο τρομος στα ματια της, τιποτα δεν αργησε να γινει. Αστραπη, όλα σαν αστραπη. Ο Κωστας πεσμενος στην ακρη του δρομου, αιμοφυρτος, ασαλευτος, κι η Ιωαννα να κοιτα το μπαλονι να ξεμακραινει στον ουρανο. Κοκκινο μπαλονι. Φευγει. Το μπαλονι φευγει. Δεν ηθελε να κοιταξει τον δρομο, δεν ηθελε να δει άλλο κοκκινο. Δακρυα εκαιγαν τα ματια της, δεν ακουσε τη φωνη της να βγαινει αλλα είναι σιγουρη ακομη και σημερα ότι ουρλιαζε μ`ολη τη δυναμη της ψυχης της.
«Κωστα! Μ`ακους; Κωστα; Μιλα μου! Κωστα! Σε παρακαλω! Μωρο μου…»
Δεν της απαντησε ποτε ξανα.

Ειχε μεινει δακρυσμενη στην αγκαλια του Γιωργου.
«Σε παρακαλω… μην το σκεφτεσαι άλλο. Σου κανει κακο. Εχουμε μπροστα μας μια ολοκληρη ζωη» της ειπε, «μια καινουρια ζωη…»

Οι μερες περνουσαν αργα, ανουσια και βασανιστικα. Κι εκεινη ενιωθε αδεια και μονη. Μεχρι τωρα, σημερα, δυο χρονια μετα, ένα άλλο μωρο, μια καινουρια ζωη. Ζωη. Παλι. Ηταν η πρωτη φορα που μπορεσε να χαμογελασει. Σχεδον ειχε ξεχασει το πώς είναι. Σαν μια αχτιδα φωτος που περνα διστακτικα ένα επτασφραγιστο παραθυρο. Μια δυναμη που η ιδια πιστευε πως ειχε χασει. Το παιδικο κλαμα που σε ξυπναει τη νυχτα, τα καβγαδακια για το φαγητο, για να πλυνει τα δοντια του, για να κοιμηθει… Τις αγκαλιες. Το γελιο και τη μυρωδια. Όλα. Όλα τα ειχε χασει. Μεχρι τωρα, που η ζωη φαινεται να επιστρεφει.

Θυμοταν όταν ηταν εγκυος στον Κωστα. Ηταν οι πιο γλυκες ζαλαδες και οι πιο ευχαριστες ναυτιες που ειχε νιωσει ποτε. Και φυσικα η μοναδικη φορα που δεν την ενοιαζε το ότι δεν μπορουσε να καπνισει! Ειχε παχυνει πολύ, 15 κιλα ειχε βαλει… Ουτε αυτό την ενοιαζε. Ηταν εκεινο το υπεροχο φτερουγισμα που εκανε όλα τα αλλα γυρω της να μοιαζουν μικρα κι ασημαντα. Ποσο χαρουμενη ηταν που θα τα ενιωθε ξανα! Ειχε φτασει στον τεταρτο μηνα όμως και τιποτα δεν ηταν ιδιο. Στο μυαλο της γυρνα συνεχεια η ιδια φραση, δεν θυμοταν από πού την ειχε ακουσει:
«Τα πραγματα δεν είναι ποτε όπως φαινονται, είναι όπως τα νιωθεις…»
Συνειδητοποιει. Συνειδητοποιει πως οσες ομοιοτητες κι αν υπηρχαν, ποτε δεν θα ξαναενιωθε εκεινη την πρωτογνωρη χαρα που ειχε ζησει με τον Κωστα. Κανενα φτερουγισμα δεν θα ηταν ποτε το ιδιο. Συνειδητοποιουσε πως τιποτα, ποτε, δεν θα μαλακωσει την πικρα του χαμου του. Κι ο πονος θα ηταν παντα εκει. Διπλα της. Σκια. Μέρα νυχτα. Αδιακοπος.

Ειχε δυσκολη γεννα. Σε αντιθεση με τον Κωστα. Το μωρο ηταν κοριτσι. Χαρηκε. Ηξερε ότι αυτό το παιδι ηταν άλλο. Δεν θα ειχε τιποτα κοινο με τον Κωστα. Και το ηξερε αμεσως μολις το κρατησε στην αγκαλια της. Κανενας φοβος μηπως της πεσει απ`τα χερια, κανεναν αγχος για το αν θα το ταϊσει σωστα, αν θα το αλλαξει, αν θα το ντυσει… Τιποτα. Το κραταγε αρκετη ωρα και θα ελεγε πως ναι, ηταν ευτυχισμενη. Όμως το κενο ηταν ακομα εκει. Και τωρα πια ξερει πως θα μεινει εκει για παντα. Οσα εζησε με τον Κωστα θα τα κρατουσε μεσα της, φυλαγμενα, απειραχτα από τον χρονο. Δεν θα το ξεχασει ποτε. Δεν θελει, και μονο αν το θελησει ξεχναει κανεις…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου