ΣΚΟΤΑΔΙ
τα δόντια σου φωσφόριζαν στο σκοτάδι
σαν άτρακτοι διαστημόπλοιου
μικρές σπίθες απ’την ψυχή των αστεριών
απ’την ψυχή του πιο μυστικού θεού
με όσο μπλε
κάνει τα στόματα κομμάτια από φάρους
που φώτισαν ρητά το πάντα και το ποτέ
με αυτοσχέδιες ριπές
ακόμα δεν ακούγονταν ο παραμικρός ήχος
η νύχτα άλλωστε έχει τις δικές της
ανάσες-ανεμόσκαλες
μια κίνηση μωρού όταν πρωτοξυπνάει
στο ατέρμονο μαύρο τ’ουρανού της
κι ήμασταν-λέει-σε καραβάνι
όλο τραγούδια γέλια εωθινά μυστήρια
σπαθιές και πέτρες
εξόδια πάθη και γκρεμούς
όλα τα’χα ξεχάσει
ή τα άφηνα σ’εκείνο το άσπρο του χαμόγελού σου
πήγαινα πήγαινα μαζί του
όπως μ’έβλεπες να πηδάω πάνω απ’τις φωτιές
στο κατάλευκο του γέλιου σου
που μου έδειχνε το δρόμο πέρα απ’τις σκιές
μακριά από τις αδειασμένες ελπίδες
συνειδητοποιούσα το λιώσιμο
σ’ένα κοινό σώμα
σ’ένα ζεϊμπέκικο τραγούδι τον ψαλμό
την απονιά για το ποτέ
την τρομερή πίστη στο πάντα
-να- σ’έναν αμανέ μαζί καμιά φορά-
κι έχει αυτό τη μοίρα του απρόοπτου
σαν ξεχασμένο εικόνισμα που
το χαϊδεύεις τρυφερά
σ'εκκλησία ξερή μετά από πυρκαγιά
σαν μαγιάτικο στεφάνι που
το ξεχνάει ο καιρός
φορτωμένο λεπίδες γιασεμιού
στο όρος των ελαιών-στάχτη
έτσι αγγίζουν πια τα χέρια μου
εικονίσματα κι όχι εικόνες
έτσι τραντάζεται η όσφρησή μου
από μύρα όχι περιττώματα
έτσι υπάρχει η γεύση μου
στ’αγιάσματα όχι στα ξερατά
έτσι αγγίζουν πια τα χέρια μου
όπως τα χείλια φιλάνε μάτια
όπως τα μάτια φυλάνε χείλια
μέχρι το λιώσιμο σ’ένα πρόσωπο
λέω από κει ν’αρχίσω
να με πάρει ο ύπνος ο παντοτινός
μέσα στις φλέβες σου που σφιχτά
αγκαλιάζουν όλο το αίμα μου
βροντάνε οι πόρτες πίσω μας
σε όσο πόνο ξεχάσαμε πως είναι
δικός μας
τα δόντια σου φωσφόριζαν στο σκοτάδι
σαν άτρακτοι διαστημόπλοιου
μικρές σπίθες απ’την ψυχή των αστεριών
απ’την ψυχή του πιο μυστικού θεού
με όσο μπλε
κάνει τα στόματα κομμάτια από φάρους
που φώτισαν ρητά το πάντα και το ποτέ
με αυτοσχέδιες ριπές
ακόμα δεν ακούγονταν ο παραμικρός ήχος
η νύχτα άλλωστε έχει τις δικές της
ανάσες-ανεμόσκαλες
μια κίνηση μωρού όταν πρωτοξυπνάει
στο ατέρμονο μαύρο τ’ουρανού της
κι ήμασταν-λέει-σε καραβάνι
όλο τραγούδια γέλια εωθινά μυστήρια
σπαθιές και πέτρες
εξόδια πάθη και γκρεμούς
όλα τα’χα ξεχάσει
ή τα άφηνα σ’εκείνο το άσπρο του χαμόγελού σου
πήγαινα πήγαινα μαζί του
όπως μ’έβλεπες να πηδάω πάνω απ’τις φωτιές
στο κατάλευκο του γέλιου σου
που μου έδειχνε το δρόμο πέρα απ’τις σκιές
μακριά από τις αδειασμένες ελπίδες
συνειδητοποιούσα το λιώσιμο
σ’ένα κοινό σώμα
σ’ένα ζεϊμπέκικο τραγούδι τον ψαλμό
την απονιά για το ποτέ
την τρομερή πίστη στο πάντα
-να- σ’έναν αμανέ μαζί καμιά φορά-
κι έχει αυτό τη μοίρα του απρόοπτου
σαν ξεχασμένο εικόνισμα που
το χαϊδεύεις τρυφερά
σ'εκκλησία ξερή μετά από πυρκαγιά
σαν μαγιάτικο στεφάνι που
το ξεχνάει ο καιρός
φορτωμένο λεπίδες γιασεμιού
στο όρος των ελαιών-στάχτη
έτσι αγγίζουν πια τα χέρια μου
εικονίσματα κι όχι εικόνες
έτσι τραντάζεται η όσφρησή μου
από μύρα όχι περιττώματα
έτσι υπάρχει η γεύση μου
στ’αγιάσματα όχι στα ξερατά
έτσι αγγίζουν πια τα χέρια μου
όπως τα χείλια φιλάνε μάτια
όπως τα μάτια φυλάνε χείλια
μέχρι το λιώσιμο σ’ένα πρόσωπο
λέω από κει ν’αρχίσω
να με πάρει ο ύπνος ο παντοτινός
μέσα στις φλέβες σου που σφιχτά
αγκαλιάζουν όλο το αίμα μου
βροντάνε οι πόρτες πίσω μας
σε όσο πόνο ξεχάσαμε πως είναι
δικός μας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου