Τρία χρόνια ταξιδεύουμε σε θολά νερά, δίχως να
γνωρίζουμε τι μας επιφυλάσσει
το μέλλον …. Αυτή η σκέψη κυριαρχούσε στο μυαλό μου καθώς το έγραφα,
ελπίζοντας πως κάποια στιγμή θ αλλάξει η πορεία της ζωής μας .
το μέλλον …. Αυτή η σκέψη κυριαρχούσε στο μυαλό μου καθώς το έγραφα,
ελπίζοντας πως κάποια στιγμή θ αλλάξει η πορεία της ζωής μας .
Η Πορεία
Σαν ήρθε εκείνη η μέρα του Χειμώνα που είχαμε
ορίσει να βρεθούμε,
η βροχή ξέπλενε τα βρώμικα πεζοδρόμια
στέλνοντας στα ρείθρα τα λασπόνερα
ανάκατα με κομμάτια από μισοφαγωμένα απομεινάρια,χαρτιά τσαλακωμένα και σπασμένα μπουκάλια.
ανάκατα με κομμάτια από μισοφαγωμένα απομεινάρια,χαρτιά τσαλακωμένα και σπασμένα μπουκάλια.
Το ρολόι χτύπησε εβδόμη νυχτερινή κι εγώ
αγκάλιασα τρυφερά τον ώμο σου
νοιώθοντας τα γόνατά μου να κόβονται από την
αδυναμία της ψυχής.
Πώς ν αντικρύσω ξανά τους παλιούς μας φίλους,
εκείνους που κάποτε
μαντήλια μας κουνούσαν στην προκυμαία όταν
εμείς γελούσαμε, νομίζω
πως ερωτευμένοι θα ήμασταν τότε και δεχόμασταν
ευχές για καλό κατευόδιο;
Πως γυρίσαμε έτσι και πάλι πίσω, με λευκά
μαλλιά και ώμους κυρτωμένους
νικημένοι από της ξενιτιάς μας την μοναξιά; Πουθενά της ευτυχίας δεν βρήκαμε
την συνταγή κι ας αναποδογυρίστηκε ο κόσμος όλος κάτω από τις πατούσες μας
που πληγωμένες τώρα αιμορραγούν την ώρα που τα μάτια μας δικαίωση ζητούν.
την συνταγή κι ας αναποδογυρίστηκε ο κόσμος όλος κάτω από τις πατούσες μας
που πληγωμένες τώρα αιμορραγούν την ώρα που τα μάτια μας δικαίωση ζητούν.
Επιστρέψαμε από της εξορίας μας την γη ζητώντας
Παρθενώνες να στήσουμε
και την ψυχή μας μέσα να στεγάσουμε προτού
οριστικά κι αυτή χαθεί στις
όχθες του Αχέροντα.
Νυχτώνει κι η βροχή ακόμα σταλάζει ρυθμικά
επάνω στους τσίγκους της
αυλής μας, αποκεφαλισμένες σταγόνες λοξοδρομούν
κι απάγκιο βρίσκουν
στα βλέφαρά μας.
Ανέμους γεμίζουν τα μαλλιά μου και με ελπίδα
αναζητώ τις μορφές που βγαίνουν
από τις σκιές. Γενέθλια έχει σήμερα η μοναξιά μας, κλείνει χρόνους τρεις κι είναι
αμέτρητες οι γροθιές π υψώθηκαν πίσω από της Πανσέληνος το φως.
από τις σκιές. Γενέθλια έχει σήμερα η μοναξιά μας, κλείνει χρόνους τρεις κι είναι
αμέτρητες οι γροθιές π υψώθηκαν πίσω από της Πανσέληνος το φως.
Τα μπράτσα ανοίγουν κι είμαστε εμείς ξανά στην
ίδια γη … Εσύ, εγώ,
η Μυρτώ, η Μαρία, ο Γιάννης, ο Πετρής … μ ένα
λυγμό αποχωρεί η νύχτα
κι ο ήλιος δείχνει την αυγή. Βουερό ποτάμι
στους βρεγμένους δρόμους
κατηφορίζει ένα πλήθος που την ανάσα της ζωής
συλλογιέται.
Μαζί τους κι Εσύ
σ ακολουθώ κι Εγώ.Levina
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου