Τρεις μέρες
μόνον άντεξε του Τάφου το σκοτάδι, μα μια ζωή εγώ χωρίς δικό σου χάδι
a] Άνθη στον
Επιτάφιο γυναίκες απ’ τον κάμπο φέραν και σκύψαν πάνω σου –Χριστέ, σιμά Σου θα
’μπω!
[Έμεινα ακίνητος να
κοιτώ. Τότε κατάλαβα: ήμουν εγώ μέσα στον Τάφο! Και θαμμένη μέσα μου εσύ… Κι
εκατοντάδες Χριστοί με συνόδευαν. Στο δικό μας Ερωτάφιο. Σ’ αυτή τη μοναδική
ΠΑΡΑΦΟΡΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑΦΙΟΥ. Μία μικρή Παρασκευή που το κερί σου χύνει από ηδονή το
δάκρυ του στα δάχτυλά σου…]
ΠΕΖΟ (από την
ΠΑΡΑΦΟΡΑ του ΕΡΩΤΑΦΙΟΥ του Γιάννη Κυριαζή, Εκδόσεις Κονιδάρη)
Όλες οι μέρες κάθισαν
απαρηγόρητες πάνω απ’ το κεφάλι της Μεγάλης Παρασκευής.
Μια μέρα που μεγεθύνει τις απώλειες μέσα σου. Απ’ το πρωί οι καμπάνες σκορπούνε δάκρυα κι
αναμνήσεις περασμένων Επιταφίων. Ο ήλιος χαϊδεύει ηδονικά τους τρούλους των
εκκλησιών, αναρριγούν οι σταυροί επάνω τους.
Οι θεοί που κήδεψα
στη ζωή μου θα με συντροφεύουν ως το θάνατό μου. Μαντεύω την ύπαρξή τους από το
άρωμα της πασχαλιάς που σκορπούνε γύρω μου.
Ραγισμένα τραγούδια
στο ραδιόφωνο –μελωδικά ανασαίνει ο πόνος για να τον εκπνεύσει ο άνθρωπος. Μες
στο φλιτζάνι πικραμένος ο καφές, νοσταλγεί τη χαμένη συντροφιά της ζάχαρης.
Ούτε και σήμερα θα τους τα φτιάξω…
Ανοίγω την πόρτα και καταπίνω
ανόρεχτα το δρόμο προς την εκκλησία. Επάνω, δυο σύννεφα βουτηγμένα στο μπλε
οινόπνευμα –βαμβάκι για τις πληγές μου. Και κάτω, ένα ζευγάρι να φιλιέται χωρίς
συστολές, στη μέση του διαστελλόμενου θρήνου – πληγή για τα μάτια μου.
Μες στο ναό, αμήχανος –σαν θεός χωρίς πιστούς… σαν
άπιστος χωρίς ανθρώπους.
Μπροστά μου, ο
Ιησούς, κάτω από ένα ανοιξιάτικο σεντόνι –κανείς δεν το τραβάει, μήπως και δεν
τον δει. Μόνο μαζεύουν ροδοπέταλα, για να μυρίζει ο ύπνος τους υπόσχεση
Ανάστασης. Μα εγώ, ο ιερόσυλος, προσπαθώ να μαντέψω ποια βιολέτα διαλέγοντας,
θ’ αγγίξω τα δάχτυλά σου που την έκοψαν.
Και σαν να ’θελα να μπω σ’ ένα
τούνελ του χρόνου που θα ’βγαζε σ’ εσένα, έσκυψα να περάσω κάτω απ’ τον
Επιτάφιο.
ΠΟΙΗΜΑ
Στο μαλακό φως των
κεριών
ρέουν τα πρόσωπα
παραπόταμοι που πάνε
να ενωθούν
στ’ αργά νερά μίας
λιωμένης Άνοιξης,
πολύχρωμη λάβα που με
καταπίνει
καθώς από τις
κυλιόμενες σκάλες της μνήμης μου
αναδύεσαι όπως τότε,
ελαφριά και αέρινη.
Φυσάει και γεμίζουν
οι δρόμοι από εσένα.
Εύπλαστος πηλός που
κολλάει στα χείλη μου
τ’ όνομά σου,
άσπλαχνη φλόγα που
τρώει τα σπλάχνα μου
η μορφή σου,
τα μαλλιά σου
μπερδεμένα λύνουν το αίνιγμα του κόσμου.
Όλα τα σπίτια βλέπουν
προς τον ακάλυπτο
ώμο σου,
τα δάχτυλα σου απαλά
ν’ ανεμίζουν σαν κρόσσια του ύπνου
στους κροτάφους μου
κι η εκκλησιά
φωταγωγείται απ’ το αναστάσιμο φως των ματιών σου.
Ω γλυκύ μου έαρ,
να μια φορά που το
κερί σου θα σβήσει
απ’ το επιτάφιο δάκρυ
μου,
να μια φορά που ο
ήλιος ντροπιασμένος θα δύσει
γιατί δεν θα φτάσει
πιο ψηλά απ’ την ευτυχία μου…
Όμως στο κεφάλι μου ο
ουρανός
κάποτε θ’ ακουμπήσει
κατακόκκινο το ακάνθινο φεγγάρι του.
Και ο κόσμος όλος θα φωνάξει:
«Ιδού ο βασιλεύς των ανιδέων!...»
ΕΓΚΩΜΙΟ
Η ζωή
εν τάφω, έρωτά μου νεκρέ,
στο
ανθισμένο σεντόνι της άνοιξης
το
κορμί μαραμένο απόθεσες.
Η ζωή,
πώς φεύγει; και κανέναν ποτέ
από
κάτω δεν είδα ν’ ανέβηκε.
Των
μνημάτων με τυφλώνει το λευκό;
Ω
θνητέ, αντέχεις τον Θεό να πενθείς
μα για
σένα κανένας αθάνατος
δε θα
κλάψει, μες τον τάφο σαν θα μπεις…
Βασιλιά
της λύπης, Έρωτά μου, πετάς
απολιθωμένα
τριαντάφυλλα
μες
στου Άδη –για να σκίσεις- την κοιλιά.
Του
μυαλού η τρέλα, του κορμιού ο σπασμός,
χορηγέ
της πνοής μου, άπνους φαίνεσαι,
φιλημένος
απ’ τα χείλη των νεκρών.
Οι
νεκροί στο μνήμα, κι εσύ μες στους νεκρούς…
πιο
βαθιά να σε θάψουν δεν γίνεται.
Δυο
καρδιές που ματώνουν την άβυσσο.
Πασχαλιές
που ανθίζουν, μαραμένες ψυχές:
ποιες
μοσχοβολούνε, λέτε, πιότερο;
Των
ερώτων μας ο πόνος ιερός.
Τη ζωή
ποιος θέλει, σαν ο πόθος δεν ζει;
Ποιος
και ποιον και πού θα ερωτεύεται;
Αφού
όλοι ήδη είμαστε κανείς…
Ποιος,
ζωή πια δίχως, ποιος, ανάσα χωρίς,
απ’
τους τόσους νεκρούς που σε πίστεψαν
να σου
δώσει το φιλί, αχ, της ζωής…
Οι
καρδιές πώς σπάγαν… για να σμίξουν μαζί,
κι απ’
τη γη αποσπώνταν να γίνουνε
δορυφόροι
στο δακτύλιο του Παντός.
Ναι,
νεκρή αγάπη, όχι τ’ Άδη οχυρό,
δεν
μπορεί να με διώξει το σκότος σου
να μην
κλάψω ότι χάρηκα στο φως…
Άνοιξη
θα είναι που θ’ ανοίξει η γη
κι όσοι
έως θανάτου αγάπησαν
θα
ξανα-αγκαλιαστούνε ζωντανοί!
β] Κλείνεις μες την παλάμη σου το τρέμουλο της φλόγας μα
εγώ στο φόρεμα κοιτώ – το φέγγισμα της ρώγας
ΠΕΖΟ (από την
ΠΑΡΑΦΟΡΑ του ΕΡΩΤΑΦΙΟΥ του Γιάννη Κυριαζή, Εκδόσεις Κονιδάρη)
Η νύχτα άρχισε ν’
απλώνει τα δίχτυα της στον κόσμο. Μέσα τους σπαρταρούνε ασημένιοι σταυροί,
χρυσά άμφια και πήλινες ψυχές.
Εδώ και ώρα στέκω στο
σταυροδρόμι που ορίστηκε να συναντηθούν όλοι οι Επιτάφιοι της ζωής μου. Οι
καμπάνες από μακριά εξακολουθούν να πενθούν υποκριτικά τη σιωπή που σκοτώνουν.
Κάποιοι γέροι
κρέμονται απ’ τα μπαλκόνια των σπιτιών τους για να δουν –τον εαυτό τους να
γυρνά –παιδάκι μ’ ένα κερί στο χέρι, στα καλντερίμια του χωριού τους. Μερικές
γυναίκες μένουν παγωμένες ν’ ακούσουν –τις πνιχτές τους ανάσες τη νύχτα που τις
επισκέφτηκε για πρώτη φορά ο δικός τους Νυμφίος.
Ο Χρόνος, ανελέητος,
μ’ ένα φανάρι και με βραχνή φωνή τριγυρνά στους δρόμους κι εξαναγκάζει τους
εναπομείναντες περαστικούς να τον ακολουθήσουν ως την πομπή. Γύρω από το λαιμό
του, ένας κόκκινος κύκλος. Ακούω στις τσέπες του να κουδουνίζουν τ’ αργύρια.
Τόσους αιώνες, δεν είχε που να τα ξοδέψει…
Από παντού ακούγεται
ψαλμωδία.
Οι ύμνοι
ανακατεύονται μεταξύ τους, το έαρ με τους τάφους όλων των γενεών, το λιβάνι με
το καυσαέριο της πόλης, τα κεριά με τ’ αστέρια, οι ιερείς με τον Ιούδα κι οι
Επιτάφιοι μ’ εσένα. Το πλήθος πλησιάζει αργά ώσπου το μαγεμένο δάσος των κεριών
να με καταπιεί. Συντονίζομαι στο βηματισμό της κηδείας.
ΠΟΙΗΜΑ
Πήρες
βαριανασαίνοντας του Γολγοθά το δρόμο
κι είχες βαρύ ένα
σταυρό στον τρυφερό Σου ώμο.
Μες στις παλάμες τα
καρφιά απ’ το σφυρί στραβώσαν
σαν να υποκλίθηκαν
βαθιά σ’ αυτόν που τα καρφώσαν.
Τρυπά η λόγχη τα
πλευρά και χύνεται το αίμα
και σου φορούν
ακάνθινο στεφάνι αντί για στέμμα.
Χολή και ξύδι σου
’δωσαν – εισ’ όλος ένα τραύμα…
Και ο ληστής σου
ζήτησε να κάνεις ένα θαύμα.
«Ηλί, Ηλί, λαμά σαβαχθανί»
Θεό δεν έχουνε οι ουρανοί;
«Ας γίνει», είπες, «το
θέλημά σου»
Η αγάπη ήταν το
έγκλημά σου.
Αίμα δεν έχεις άλλο
να χύσουν.
Όλο το δίνεις σ’
αυτούς να ζήσουν.
Η γη τραντάζεται, οι
τάφοι ανοίγουν
νεκροί σηκώνονται και
ξανασμίγουν.
Χλομό απ’ το ξύλο Σου
Σε κατεβάζουν
κι ευθύς στη θέση Σου
εμένα βάζουν.
Η απουσία της είναι,
Χριστέ μου,
Σταυρός – κι Ανάσταση
δε ζω ποτέ μου!
ΕΓΚΩΜΙΟ
Γενιές
παλιές και νέες θρηνούνε την ταφή σου,
νεκρή,
αιώνια αγάπη…
Κι ο
άνδρας και η γυναίκα στο χώμα της ψυχής τους
βαθιά
μέσα σε θάβουν.
Και σαν
να μην υπήρχες ποτέ μες στη ζωή τους
πορεύονται
μακάριοι.
Ώσπου
να ’ρθει μια μέρα απρόσμενα τα δάκρυα
να
στάζουν από τα μάτια.
Κι ο
ήλιος θα μαυρίσει, τα δένδρα θα λυγίσουν
θα
μαραθούνε τ’ άνθη…
Τα όρη
θα μουγκρίσουν, μαζί τους θα ψελλίσω:
«Γιατί σιωπάς αγάπη;»
Στρατιές
νέων και γέρων, αγέννητες ψυχούλες
και
χρόνια πεθαμένες
στου
έρωτα δε λένε ν’ αναπαυτούν ακόμη
το μέγα
χωνευτήρι.
Ξοπίσω
ακολουθούνε το λόγο της ζωής τους
νεκρός
τώρα που είναι.
Θρηνούν για όσα ζήσαν και ζουν για όσα θρηνήσαν-
τα πάθη της ψυχής τους.
Το
δάκρυ τους πριν πέσει στη γη, αρωματίζουν
του
Ερωταφίου τ’ άνθη…
Κι όλοι
σαν μεθυσμένοι κοιτούν πάνω να καίνε
κεριά
αντί γι’ αστέρια,
σαν να ’γινε
καθρέφτης ο ουρανός και δείχνει
τη θεία
περιφορά σου.
Κι αντί
νεκρό, τ’ αστέρια πένθιμο συνοδεύουν
ένα
χλομό φεγγάρι…
Μ’ ένα
λιγνό κεράκι κι εγώ σ’ ακουλουθάω,
νεκρή,
αιώνια αγάπη…
Πού
βρήκα το κουράγιο περιφορά να κάνω
της στάσιμης
ζωής μου;
Στην
εκκλησιά σαν φτάσω ας μου παραχωρήσει
ο
Θάνατος στασίδι!
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΜΕΓΑΛΗ, ΠΑΣΧΑ,
αγκαλιασμένοι οι πιστοί κι όλοι ψάλλουν ΕΡΩΣ ΑΝΕΣΤΗ ΕΚ ΝΕΚΡΩΝ: Μέσα στο
γλυκασμό του πένθους περνάς από μπροστά μου και ρουφώ το μαύρο οξυγόνο των
μαλλιών σου. Γονατίζω, να μη δω τα μάτια που με αποκαθήλωσαν. Με σηκώνεις σαν
το Λάζαρο απ’ τον Τάφο, κουρασμένο απ’ τις τόσες αναστάσεις του. Σήμερον
κρεμάται επί του στήθους σου ο Εσταυρωμένος στο αλυσιδάκι του. Το κερί σου
χύνει από ηδονή το δάκρυ του στα δάχτυλά σου. Φυσάει και σκορπούν τα λουλούδια
του φουστανιού σου… φυσάει και πετούμε αγκαλιασμένοι πιο ψηλά κι απ’ τα αστέρια
που ’γίναν φλόγες, πιο ψηλά κι απ’ το Θεό που δεν πίστευε το θαύμα… Μα ο αέρας
ξάφνου σταματά, τ’ αστέρια ξανακαρφώνονται στη θέση τους, οι καμπάνες πάλι
πένθιμα ηχούν, ο νεκρός επιστρέφει στο Μεγαλοβδόμαδό Του και οι δυο πέφτοντας
από ψηλά –Θεέ μου, γιατί μ’ εγκατέλειψες;… ακούμε ν’ αντηχεί σ’ όλη τη Γη το
«Τετέλεσται».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου