«Σκοτεινό τούτο το γραπτό, μέσα απ’ τις σκιές, του χώρου που και σήμερα βρίσκομαι βγαλμένο, μα κι εκείνες που γύρω μας τριγυρνάνε.. Όσοι φίλοι/ες θέλουν να απολαύσουν σήμερα το φεγγάρι, καλύτερα να το διαβάσουν αύριο.. Ή και Καθόλου..»
Σήμερα θα έχει πανσέληνο λένε τα ημερολόγια.. Αυγουστιάτικο φεγγάρι, το πιο εντυπωσιακό της χρονιάς.. Μια και φαίνεται μεγαλύτερο αυτή του χρόνου την εποχή..
Θα φωτίσει θάλασσες,
στεριές,
δρόμους,
τ' ουρανού τα σύννεφα..
Μα κι άλλα πράγματα..
Όπως ένα πηγάδι..
Βάθους δέκα μέτρων..
Που ένα πράγμα ανθρωπόμορφο, γιατί αν τον πει κανείς κτήνος, θα τα μαγαρίσει, έριξε προχθές ένα κοριτσάκι..
Έντεκα χρονών..
Αφού το βίασε, του σακάτεψε σώμα και ψυχή, είπε να το τελειώσει..
Κι όταν σταμάτησε θόρυβος ν’ ακούγεται, έκλεισε το καπάκι, και πήγε στο «σπίτι» του.. Θα μπορούσε να πάει στο λαγούμι, στη σπηλιά, στο μέρος που τέτοια πράγματα θα έπρεπε να ζουν τέλος πάντων, αλλά ήταν λέει «οικο-γενειάρχης».. Κι έχει ανήλικο παιδί.. Ήταν γείτονας μάλιστα των γονιών του κοριτσιού..
Το φεγγάρι θα σεργιανίσει στην ουράνια διαδρομή του, στη θάλασσα μονοπάτια θα χαράξει, την άσφαλτο ασημένια θα βάψει, τα βουνά θα στεφανώσει με χρυσή ομίχλη, τα δέντρα με την αύρα του φωτός θα στολίσει.
Θα χρωματίσει τα όνειρα των ερωτευμένων που κάνουν ευχές, θα διαβεί από πολιτείες χαμένες στην άχλη του χρόνου, μέσα σε ζούγκλες που δεν περπατάει πια κανείς, θα δει τα ξωτικά να χορεύουν σε δάση μυστικά, τις νεράιδες να κάνουν κύκλους μαγικούς μες στα απάτητα λιβάδια, τις Νηρηίδες από λίμνες κρυστάλλινες που θνητού μάτι δεν έχει δει να το θαυμάζουν..
Κι εκεί, με μια λάμψη από των ονείρων τη μεριά τον Κόσμο θα φωτίζει..
Μα απ’ αλλού όταν περνά… Από τις πόλεις που είναι σύγχρονοι των ψυχών τάφοι, από των μαχών των παλιών και των καινούργιων τα πεδία που τα αδικαίωτα φαντάσματα ουρλιάζουν κατάρες δίκαιες σε όλα τα ψεύτικα τα λόγια που τα φέρανε εκεί, από τα κολαστήρια που λέγονται φαβέλες, παραγκουπόλεις, εργατουπόλεις, στρατόπεδα του μίσους φρουροί, από τα τείχη που τη Γάζα πνίγουν, από τις φάμπρικες που ξερνούν τον κολασμένο τους καπνό που σκιάζει τα ουράνια, από τις μολυσμένη με πετρέλαιο θάλασσα στου Μεξικού τον βιασμένο κόλπο, από του «κόσμου αυτού» καθώς περνά απάνω απ’ τα «φώτα» που ανάβει η «ανθρώποτης» με λαμπάκια που δε φτάνουν να σκορπίσουν δ το σκοτάδι των φόβων από τα κοπάδια που στοιβαγμένα σε κουτιά στενάζουν..
Από εκεί καθώς περνά.. Μια θλίψη και μια μοναξιά το φως του ‘θε να φέρει.. Που εδώ κι αιώνες όλο και πιο πικρή σα να γίνεται..
Και σα θα περάσει απ’ το Πηγάδι… Εκεί που η άυλη, μα ολόφωτη του κοριτσιού μορφή, με βουβή θλίψη το κοιτάζει, κι απλώνει τα χεράκια του ικετευτικά σα να ‘θε από τις αχτίδες του να πιαστεί.. Εκεί θα δακρύσει, μπρος του Άδικου, του πόνου τη θωριά..
Μια και δεν κοιτά αξίες σάπιες που τα Δίκαια με μορφές, καταγωγές, και με λεφτά μετράνε.. Τι κι αν ήταν Αλβανός, και τι θα πει Βουλγάρα; Σάμπως δεν είχε δει τόσο και τόσο Άδικο, που άσπροι, μαύροι, κίτρινοι, κι όλες οι αποχρώσεις, μες των αιώνων τους καιρούς, δεν είχανε διαπράξει; Και φόνους είδε και σφαγές, και πυρκαγιές μεγάλες… Της Τροίας το θανατικό σε μια στιγμή του φάνηκε πως αντικαταστάθηκε από της Κωνσταντινούπολης τ’ αβάσταχτο το κλάμα, που ένα σα να ήτανε με τ’ Άουσβιτς πόνο, της Γάζας τη σφαγή, των Πύργων τη φωτιά, της Βαγδάτης τ’ ερείπια, του Αφγανιστάν τις οιμωγές, τους θρήνους της Ρουάντας..
Μια κι η ματωβαμμένη των ανθρώπων ιστορία, μια στιγμή μονάχα είναι μπρος τη δική του την αιώνια ζωή.. Και το κλάμα σαν να ‘ναι ένα ποτάμι που μ’ ελάχιστες διακοπές, το άδικο σ’ εκείνο ολούθε φέρνει..
Δεν κοιτά μορφές, ψυχές μπορεί και βλέπει.. Και μπρος στης μικρής τη φωτεινή ψυχούλα, ένα δάκρυ του απ’ τον ουρανό θα κατηφορίσει.. Κι απ’ αυτό, μια σκάλα από Φως θα γεννηθεί, που θα φτάσει ως του πηγαδιού τη ματωμένη άκρη.. Κι εκείνη τα χεράκια της θ’ απλώσει, θα πιαστεί.. Κι στου φεγγαριού τη σκάλα θ' ανεβεί..
Μια σκάλα που οι σκοτεινοί, οι πρόσγειοι,
αυτοί που ειν’ στο όνομα του σκοταδιού ξαμολημένοι,
τη λαχταρούν,
μα στη θωριά της καίγονται,
τρέχουνε να ξεφύγουν..
Και μένουν αιώνια εδώ,
ξέφτια ψυχών,
αιώνια στη σκοτεινιά των μπουντρουμιών που φτιάξανε,
σα σκώληκες να σέρνονται,
τυφλοί μέσα στο βούρκο..
Κι Εκείνη, Φως μέσα στο Φως, σαν αστεράκι που τη βαρύτητα αψηφά, και πέρα απ’ του ουρανού τα πέρατα θ’ ανέβει.. Ως που στου φεγγαριού την αγκαλιά να ξαποστάσει..
Μέσα απ’ το Άδικο, που τον πλανήτη μες τα πλοκάμια του τον έχει γραπωμένο, μια ματιά θλιμμένη θα χαρίσει σαν είν’ παρέα του, στις ψυχές που την κοιτάν..
Κι εμείς.. Κάποιοι αμέτοχοι, άμνησοι συνένοχοι των πλοκαμιών του σκοταδιού, που την Πλάση τυλίγει, κάποιοι παραιτημένοι των Ονείρων θεατές, άλλοι θλιμμένοι μάρτυρες, παραδομένοι αγωνιστές μπρος στου ερέβους τη λαίλαπα, καλό ταξίδι της ευχόμαστε..
Κι εκείνη μ’ ένα χαμόγελο,
στου φεγγαριού την άκρη,
κορδέλες με αχτίδες από χρώματα
θα φτιάξει..
Μαζί της σα δώρο,
από εκείνο να τις πάρει,
πριν ξεκινήσει το ταξίδι,
που στων αστεριών της τα μονοπάτια,
Λεύτερη πια,
θα την ‘πα..
Κι εκείνο της το βλέμμα την Ελπίδα,
σε κάποιες ψυχές Ανασταίνει,
Κι αναζητούν τη δύναμη να βρούνε,
Τα’ Άδικο να πολεμήσουν,
το Φως να αναζητήσουν,
Προτού το φεγγάρι μοναχά,
γιοφύρια από δάκρυα
κάθε που θα ‘ναι ολόγιομο,
ολόγυρα να φτιάχνει..
Περνούσα απ’ την Αττική οδό την Κυριακή το απόγευμα.. Και είδα το Amber Alert που είχε δώσει το «χαμόγελο του παιδιού».. Και κάτι σφίχτηκε μέσα μου.. Μια και το προαίσθημα που είχα, δεν ήταν καλό.. Και σαν το ξαναείδα να συνεχίζει το βράδυ, εκεί έγινε εντονότερο.. Μα δε μπορούσε να πάει ο νους στο σκοτάδι που θα μάθαινα..
Χθες ήθελα να γράψω για ένα άλλο παιδί.. Εκείνο που αγέννητο κάηκε μαζί με τη μάνα του στη Marfin, μα και την ανάγκη να μιλήσω για κάθε παιδί που αδικοχαμένο θα ‘ταν, του Ερέβους θυσία.. Και τελικά σήμερα.. Σήμερα είδα.. Πώς το σκοτάδι θεριεύει..
Αυτό που μ’ ανατρίχιασε ήταν όχι μόνο τα άηχα του κοριτσιού ουρλιαχτά.. Μα κι εκείνα που ανταλλάζουν δήθεν «αριστεροί» με δήθεν «εθνικόφρονες» και όλοι όσοι με ταμπέλες τη ζωή τους καθορίζουν.. Λυντσαρίσματα με δικαιώματα μπλεγμένα, αλλοδαπών αναθέματα, να διασταυρώνονται με ανθρώπινα δικαιώματα.. Και για την Τρόικα, και τους τραπεζίτες που θα πάρουν λεφτά, και τα βυζιά που έβγαλε στη φόρα η τάδε, ανάκατα με τα ευρώ που θα χάσει ο μέσος «πολίτης» και άλλα τέτοια ωραία.. Κάτω απ’ το φως της Αυγουστιάτικης πανσέληνου..
Και η μικρούλα που χάθηκε..; Που τη βίασε εκείνο το πράγμα και την πέταξε σα σκουπίδι στο πηγάδι..;
Κάποιες φωνές χαμένες σαν ψίθυροι μες στον άλογο, του μίσους, της μικρότητας, της κακομοιριάς και της σήψης τον κυκεώνα..
Λυπάμαι, για όλους τους, μα πιο πολύ για μένα..
Και για όσους από μας, επιμένουν να πολεμάνε, όπου και όπως ο καθένας μπορεί αυτή την καταχνιά..
Λυπάμαι, που δεν έχω, δεν έχουμε τη δύναμη «να ξαναβάψουμε τον ουρανό γαλάζιο»…
Αλλά και χαίρομαι..
Που όλα αυτά σε άλλων το «όνομα» γίνονται.. Εκείνο των επωνύμων που θα βγάζουν λόγους ενώ το φεγγάρι θα τους φτύνει, εκείνο των «σχολιαστών» που με βρικολακίσιες μάσκες θα ουρλιάζουν μέσα από των ΜΜΕ τα μαύρα τα παράθυρα, εκείνο των σχολιαστών του διαδικτύου που με το ίδιο καράβι στο βούρκο βουλιάζουν, ουρλιάζοντας άλλοι για αίμα κι άλλοι για δικαιώματα αντί το σκοτάδι να πολεμήσουν, εκείνο των φανατικών είτε φορούν στολή, είτε φορούν κουκούλες που θα μπορούσαν ανά πάσα στιγμή ρόλους να ανταλλάξουν σε ένα του χρόνου το γύρισμα…
Μα πάνω απ’ όλα στο όνομα εκείνων που ξεχνάνε, ή που τόσο πωρωμένοι είναι που αδιαφορούν.. Κι απλά γυρνάνε αλλού, κοιτώντας να μεγαλώσουν, την κοιλιά τους, την τσέπη τους και το βούρκο που μέσα τους κουβαλάνε..
Κι εύχομαι να Ξυπνήσουν
Μα και εμείς να Δράσουμε,
Το Φως μέσα μας να βρούμε,
Τα σκοτάδια να σκορπίσουμε,
Όσο υπάρχει ακόμα Καιρός,
Όσο υπάρχουν ακόμα Παιδιά,
Όσο υπάρχει ακόμα Ελπίδα,
Γιατί μετά δε θα ‘χει νόημα πια..
Καλό σου Ταξίδι μικρούλα μου,
Καλό σας Ταξίδι αγγελούδια μου,
Καλό σας Ταξίδι ψυχούλες μου Λεύτερες!
Καλό μας ταξίδι κι εμάς…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου