Η πόλη έμοιαζε σαν ένας καμβάς ατάλαντου
ζωγράφου. Δάκρυσαν απόψε τα μάτια της νύχτας. Ο αέρας προσπαθούσε να τα σκουπίσει.
Ποτάμια έτρεχαν στους δρόμους και τα πλατάνια λύγιζαν ν’ αγγίξουν το ένα το άλλο,
μήπως και ανατρέψουν επιτέλους την κατάρα της μοναξιάς τους. Οι πεζοί κάτω από της
ομπρέλες τους κυνηγούσαν τη ζωή. Αυτός ήταν αγέρωχος μέσα στο μαύρο του παλτό. Τα
χείλη του έπαιζαν στίχο τραγουδιού ξεχασμένο. Ήταν μούσκεμα και το γένι του έσταζε
δάκρυα. Πλησίαζε στο τέλος του δρόμου ή της ζωής; Δεν ήξερε μα ούτε φοβόταν. Θαλασσόλυκος
άλλοτε σε θάλασσες ήρεμες, άλλοτε σε φουρτουνιασμένες. Έφτασε αργά στο μοναχικό
του σπίτι. Όλα παλιά και γερασμένα ήταν γύρω του. Στάθηκε μπροστά στο μπρούτζινο
καθρέφτη. Ντυμένος στη σκόνη ο καθρέφτης. Δεν κοιτάχτηκε όλο το χρόνο. Μα σήμερα
το σκούπισε προσεχτικά για να δει το γερασμένο του πρόσωπο. Τον έκρυψε, μα ο πόνος
πρόλαβε και θέριεψε. Στη ράχη του είχε δύο δράκοντες αγκαλιασμένους. Ήρθε η ώρα.
Έκατσε στο ξύλινο γραφείο του και άναψε το λύχνο. Πήρε μια κόλα χαρτί και άρχισε
να γράφει:
"Αγαπημένη μου, γερνάμε αντάμα εσύ
και εγώ. Αλήθεια, σκέφτηκες πως είναι τα γεράματα; Το νυσταλέο μάτι που κλείνει
πριν έρθει η νύχτα. Το νυσταλέο κεφάλι αχτένιστο μέχρι το μεσημέρι. Ένας περίπατος
κάποτε, πάντα με το μπαστούνι. Ή μες το σπίτι όλη μέρα με τις πόρτες κλειστές. Να
μην τολμάς να κοιταχτείς μες στον καθρέφτη και τα βιβλία ν’ αποφεύγεις τα
ψιλογραμμένα. Μοναδική χαρά μας έμεινε, σαν σμίγουμε, να κουβεντιάζουμε όπως πάντα.
Εσύ και εγώ. Ο καιρός φεύγει. Ο καταρράχτης κυλά. Το άρμα το τραβάνε τ’ άλογα
καλπάζοντας. Πανούργο ριζικό. Ωστόσο δεν θα μπορέσει να με ζωντανέψει σαν θα ‘χω
πια νικηθεί. Έζησα. Πέφτουνε τα δόντια. Πέφτουνε τα μαλλιά μου. Είμαι σαν το μήλο
που το χειμώνα ζαρώνει. Σκληρός ο νόμος των ανθρώπων. Γιατί ν’ αντισταθώ…;"
Το μολύβι έπεσε από τα χέρια του
και το κεφάλι του έγειρε σαν την θλιμμένη μαριονέτα που κρεμόταν στο παράθυρό
του. Τα γηρατειά έπεσαν επάνω του και τον σκέπασαν.
υ.γ. η ροή των πραγμάτων
αγάπη μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου