Στην ερώτηση αν θα 'ρθεις, θα 'ρθεις αύριο από εδώ,
η απάντηση είναι να έρθω πού.
Μου αρέσει η σύνταξη της αντιστροφής,
η συγκατάνευση που επιβιώνει στο να έρθω
για να χαθεί σε μια λέξη τέλους σαν ουράνιο ερωτηματικό.
Συλλαμβάνοντας την απουσία τόπου να σε υποδεχθώ,
το μεγαλείο σκέφτηκα της γλώσσας, ας προστάξει
θάνατο σε μικρές κυρίες δίχως καρδιά,
σε φράσεις σειρήνες νοημάτων.
Δεν πρέπει άλλο να έχω
την πολυτέλεια αγγίγματος ρωγμών.
Όμως τα χείλη μου θα έμεναν
δίχως περιεχόμενο ως προς εσένα.
Σαν στρίφωμα από φόρεμα που λείπεις
στα χέρια μου ανατρίχιασε των λέξεων η σιωπή.
Δεν έχω - Δεν έχω άλλο
πλήν ένα νόημα από εσένα.
Κι έτσι, να έρθω όπου, γράφω φρενιασμένα,
να έρθω όπου. Κι αν συμβεί
ένα επιφώνημα χαράς να με συντρέξει
όταν σε δω να 'σαι μαζί μου όπου κι αν είμαι
(ώ, πού θα έρθεις, πού θα έρθεις, Όπου
κι αν είσαι !)
θα 'χει από κάτω του λευκή πνοή, θα είναι
σαν φύσημα σε γύρη μαύρη, θα σκορπούν
οι λέξεις σαν παιδιά στο διάλειμμα,
στον ουρανό.
Λευκή πνοή θα πλέουμε μαζί
σε θάλασσα από γάλα, κι η βροχή
θα είναι τα γέλια τους, ρινίσματα φωτός, θα μπλέκουν
σαν πεταλούδες, χέρια, χιόνι
στα μαλλιά σου.
Αλέξανδρος Μηλιάς
από τη συλλογή Στην αψίδα των νεκρών θριάμβων,. 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου